Ο Ιορδάνης είχε πολλά χρόνια να έρθει στο νησί. Πάνω από τριάντα. Γι’ αυτό κι η συγκίνησή του ήταν μεγάλη. Και μπορεί το νησί του να ήταν μια πέτρα άγονη φυτεμένη στο γαλάζιο, αλλά η νοσταλγία τον έτρωγε τα χρόνια της ξενιτιάς τόσο πολύ, που πολλές φορές απείχε ακόμη κι από το συναίσθημα. Γιατί μπορούσε να έρθει στο νησί. Είχε γίνει πολύ ευκατάστατος. Ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος μιας πολυεθνικής στο Λονδίνο και είχε μεγάλη καριέρα και πλούσιες απολαβές. Αγόρασε ακίνητα στις πιο ακριβές περιοχές και ήταν αναγνωρίσιμος κοινωνικά. Σε αυτό συνέβαλε και το εικοσάμετρο γιοτ που είχε αγοράσει από Έλληνα εφοπλιστή και φιλοξένησε την ανάγκη που είχε να γνωριστεί με καρχαρίες της οικονομίας, για να γίνει κι αυτός μέλος του κοπαδιού και άρπαγας του εύκολου κέρδους. Ήταν ένα επιβλητικό σκάφος που άστραφτε από πολυτέλεια και περιποίηση. Προσεγμένο στην κάθε του λεπτομέρεια και στολισμένο με πλούτο και χλιδή. Είχε μόνιμο προσωπικό και περίοπτη θέση στο λιμάνι. Μπορούσε να κοιμίσει πάνω από είκοσι άτομα στις πολυτελείς καμπίνες και να προσφέρει χαρά στους επισκέπτες και το εισιτήριο της μεγάλης ζωής στον Ιορδάνη. Όταν οι μηχανές του σήκωναν αυτόν τον τεράστιο όγκο και το σκάφος πλανάριζε, ένιωθες δέος μπροστά σε αυτή τη συσσωρευμένη ενέργεια που την έβλεπες και την άκουγες να σκορπίζεται στο νερό για το καπρίτσιο του πλούτου.
Τώρα όμως που είναι στο καράβι της άγονης δεν σκέφτεται τίποτα απ’ όλα αυτά. Τριάντα χρόνια. Θα μπορούσε να είχε έρθει. Ακόμη και με το μεγάλο σκάφος. Θα τον θαύμαζαν οι παλιοί του φίλοι και θα ζήλευαν οι εχθροί του. Ούτε για να δει τους δικούς του, που πέρα από ένα τηλεφώνημα κάθε μήνα, δεν είδε τον χρόνο να περνά από πάνω τους.
Το καράβι θέλει ακόμη δύο ώρες δρόμο και το νησί αρχίζει να αχνοφαίνεται. Η θάλασσα είναι ακύμαντη και στα νερά καθρεφτίζεται ο όγκος του πλοίου που ατάραχα κλονίζει τον Ιορδάνη, καθώς το σχήμα του νησιού σκουραίνει και οι αναμνήσεις δίνουν τη θέση τους στην αμηχανία μπροστά σε κάτι γνωστό και άγνωστο μαζί, σε κάτι παλιό και νέο ταυτόχρονα.
Γιατί σίγουρα πολλά θα άλλαξαν. Κι ο ίδιος ο Ιορδάνης άλλαξε. Μικρός είχε πάθος με το γρι γρι του πατέρα του. Πολλά βράδια πήγαινε για ψάρεμα μαζί του ξεχνώντας μαθήματα κι υποχρεώσεις των στεριανών. Αλλά κι όταν το καΐκι ήταν αραγμένο, καθόταν στην παρέα τού πατέρα του κι άκουγε ιστορίες θαλασσινές γεμάτες μόχθο και περιπέτεια. Καταλάβαινε ότι ο πατέρας του είχε λόγο και τον σέβονταν όλοι. Είχε το μοναδικό γρι γρι στο νησί και όλοι τον είχαν ανάγκη. Έδινε δουλειά σε πολλούς και ήταν ντόμπρος και δουλευταράς. Έτσι λοιπόν στα παιδικά του χρόνια σκεφτόταν μόνο το καΐκι και είτε αυτό αρμένιζε, είτε ήταν αραγμένο, σχεδόν πάντα έβλεπες το κεφάλι του να κοιτά καμαρωτά προς τα έξω την ώρα που πατούσε ξυπόλυτος και γεμάτος σιγουριά τα μαδέρια της πλώρης. Πάντα ξυπόλυτος. Όπως έβλεπε να πατούν στα καΐκια με σηκωμένα τα μάλλινα βαριά παντελόνια έμπειροι παλιοί ψαράδες. Ήθελε να τρέξει τον χρόνο, να γεμίσει εμπειρίες, αλλά και να νιώθει το καΐκι στα γυμνά του πόδια, αυτή την πρωτόγονη ελευθερία να τον δένει με το παρελθόν και να δεσμεύει το μέλλον του.
Οι γονείς του βλέποντας όλα αυτά, άρχισαν να ανησυχούν. Κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται για μια παιδιάστικη τρέλα, αλλά για ένα πάθος που δύσκολα θα έσβηνε. Κι έπειτα ήθελαν τον Ιορδάνη να φεύγει από το νησί, να σπουδάζει και να ζει αλλού. Δεν ήθελαν να γίνει γεμιτζής. Γι’ αυτό, του έκοψαν τον βήχα και ο πατέρας του σταμάτησε να τον παίρνει μαζί του. Του έβαλαν πρόγραμμα να διαβάζει, πήραν δασκάλους στο σπίτι, του πήραν βοηθήματα και τον είχαν από κοντά να ξεκολλήσει από τη θάλασσα και το καΐκι. Αυτός όμως δεν μπορούσε. Έφτιαξε ένα ομοίωμα του καϊκιού από φελιζόλ κι έπαιζε με αυτό στην ακροθαλασσιά ώρες ατέλειωτες. Προσπάθησε να το εξοπλίσει με όλα τα εξαρτήματα και να το κάνει όσο το δυνατόν πιο πραγματικό γινόταν.
Θέλοντας να αγγίξει το τέλειο πειραματίστηκε με ξύλα και άρχισε να αλιεύει πληροφορίες από παλιούς καραβομαραγκούς. Έτσι, έμαθε να σκεβρώνει το ξύλο και να του δίνει τις καμπύλες που ήθελε με σφιγκτήρες και άλλα εργαλεία που με πολύ αγώνα βρήκε. Όλα τα έκανε κρυφά, να μην τον δουν. Το εργαστήριό του ήταν ένα μισογκρεμισμένο καλύβι της οικογένειάς του. Εκεί δούλευε με τις ώρες το πάθος του να φτιάξει κάτι όμοιο με το καΐκι τους, το «Χρυσοβαλάντω». Έπειτα από κάμποσους μήνες είχε κατασκευάσει το κουφάρι. Έβαλε τα πετσώματα, το στοκάρισε, του έβαλε ζωνάρι και το στόλισε με ό, τι είχε το καΐκι του πατέρα του. Πρόσεχε την κάθε λεπτομέρεια: το δίχτυ, τα ξάρτια, το βίτζι, τους χαλκάδες, ακόμα και το πιο μικρό σαμπάνι. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Ένα σκάφος πανομοιότυπο με το «Χρυσοβαλάντω», που εκτός από ωραίο ήταν και σταθερό στο νερό γιατί είχε βαθικά με έρμα που έβαλε σε όλο του το μήκος. Ώρες ατέλειωτες περνούσε με δαύτο παίζοντας στην αμμουδιά. Κοντά του κι οι δυο του φίλοι, ο Γιώργος με τον Σπύρο, που θαύμαζαν αυτή την κατασκευή που περνούσε σίγουρα το ένα μέτρο. Ακόμα ακούει τη φωνή της μητέρας του:
-Ιορδάνη, άσε αυτό το μαραφέτι κι έλα να διαβάσεις! Άντε, σώνε πια!
Δεν άργησαν να του κόψουν κι αυτόν τον βήχα και να σφαλίσουν το πλεούμενο σε κρύπτη της σοφίτας. Έμαθε γράμματα με το στανιό και σπούδασε με το ζόρι.
Και τώρα φτιαγμένος οικονομικά βλέπει πια καθαρά το ξερό τοπίο του νησιού και τα θαλασσοδαρμένα βράχια να φυλάνε ακούραστα το νησί χιλιάδες χρόνια. Αυτά τα βράχια τα πάτησε όλα μικρός με τους φίλους του, όταν μετρούσαν τις αντοχές τους στον κίνδυνο. Αυτά τα βράχια στοίχειωσαν τριάντα χρόνια τις σκέψεις του και πέτρωσαν τη μνήμη του στα χρόνια τα παιδικά. Τώρα τα σέβεται σαν αρχαιότητες και όχι σαν άψυχες πέτρες. Πάνω τους περπάτησαν αρχαίοι πρόγονοί του, ψαράδες, πειρατές, άνθρωποι της περιπέτειας και αλαφροΐσκιωτοι. Δεν είναι δάσος ή πεδιάδα ή σπίτια. Σ’ αυτά βλέπει τα όρια του πεπερασμένου. Δεν υπάρχει η αίσθηση του άπειρου των βράχων.
Το καράβι κάνει ανάποδα και σε λίγο οι καντιλίτσες των κάβων θηλυκώνουν στις δύο μπίντες και η μπουκαπόρτα καθώς ακούγεται να χτυπά το μπετόν, σημαίνει το τέλος ενός ακόμη νόστου για τους λιγοστούς ταλαιπωρημένους επιβάτες. Ο Ιορδάνης πνίγεται στις αγκαλιές των δικών του και όλοι μαζί παίρνουν τον δρόμο για το σπίτι της οικογένειας, ένα καπετανόσπιτο στο ψηλότερο σημείο του νησιού.
Ζούσε την κάθε στιγμή κοιτώντας τους δικούς του με το χαμόγελο εκείνο της ευτυχίας των κοινών αναμνήσεων και την συνεύρεσης, ακόμα και τις στιγμές που δεν ακούγονταν λόγια και ευτράπελες ιστορίες. Τα βράδια βρίσκονταν με τους φίλους του κι έπρεπε να τους ακούει να τον θαυμάζουν.
-Μπράβο, τα κατάφερες!
-Έγινες σπουδαίος!
-Έκανες την καλύτερη δουλειά που έφυγες!
Τα άκουγε και κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι του μη γνωρίζοντας πώς να διαχειριστεί αυτόν τον επίμονο θαυμασμό προς κάτι που δεν ισχύει. Κι από την άλλη δεν μπορούσε να αρνηθεί, γιατί ίσως θα πίστευαν ότι τους κοροϊδεύει.
Του άρεσε να βρίσκεται με δικούς του ανθρώπους και δεν άργησε να αναλάβει δράση βοηθώντας συγγενείς και φίλους σε δουλειές της θάλασσας και της στεριάς. Τα πρωινά συνήθως νετάριζε παραγάδια ενός θείου του, ενώ τα απογεύματα βοηθούσε τον παιδικό του φίλο, τον Γιώργο, στο ξεχορτάριασμα του κήπου ή τον συνόδευε μέχρι τα μελίσσια, σε μέρη ευωδιασμένα με θυμάρι.
Μια μέρα του Ιούνη, ενώ είχαν απομακρυνθεί πολύ από το νησί, βαδίζοντας το μονοπάτι του Μπαρμπαρή για την κορυφή, όπου οι μέλισσες πετούσαν ράθυμα μεθυσμένες από το ποτό των λουλουδιών, τα μάτια τους ήρθαν αντιμέτωπα με κάτι που δεν βλέπει κανείς συχνά. Ένα γεράκι μόλις είχε γραπώσει μια πέρδικα από τη βίγλα της, μερικά απότομα γκρέμια. Πρέπει όμως να αιφνιδιάστηκε από την παρουσία του Ιορδάνη και του Γιώργου, που ανέλπιστα βρέθηκαν στα λημέρια του και η πέρδικα έφυγε από τα νύχια του κι έπεσε από ύψος τουλάχιστον δέκα μέτρων σε ένα τσκάρι κατάφυτο από αλισφακιές. Αμέσως ο Ιορδάνης έτρεξε προς τα εκεί και είδε το πουλί σαστισμένο από τρόμο να δέχεται με διαφορά λίγων δευτερολέπτων το άγγιγμα των δυο πιο θανάσιμων εχθρών του, του γερακιού και του ανθρώπου. Οι δύο φίλοι δεν σκέφτηκαν να το αφήσουν γιατί ήταν εμφανώς σοκαρισμένο και με πρόβλημα στο πόδι, ίσως από την απότομη πτώση. Ήταν σχετικά μικρό πουλί, προφανώς χρονιάρικο. Το κρατούσε ο Ιορδάνης με τα δυο του χέρια και επέσπευσαν τη δουλειά που είχαν για να το πάνε στο χωριό. Εκεί ειδήμονες αποφαίνονταν για το είδος της περίθαλψης και για τον τρόπο σίτισης του πτηνού, επικαλούμενοι την εμπειρία και τις ικανότητές τους να αντιλαμβάνονται τη φύση. Το βέβαιο πάντως ήταν ότι, αν το άφηναν, το τέλος του θα ήταν σίγουρο. Το τραύμα που είχε στο πόδι θα το έκανε εύκολη λεία στα αρπακτικά, πράγμα που δεν ήθελε κανένας. Ούτε πέρασε από κανενός το μυαλό να το θανατώσουν για να το μοστράρει κάποιος σαν εκλεκτό μεζέ στο τραπέζι του. Κι αυτό, μολονότι οι περισσότεροι ήταν παλιοί κυνηγοί, άνθρωποι που από μικροί έμαθαν να παίρνουν από τη φύση και να σκέφτονται πρακτικά, χωρίς τους αστικούς νερόβραστους συναισθηματισμούς. Αλλά τα χρόνια πέρασαν κι οι πέρδικες λιγόστεψαν κι οι ρεματιές έπαψαν να αντιλαλούν τα κακαρίσματά τους που στόλιζαν τις παλιές καλές εποχές.
Ο Ιορδάνης έφτιαξε μια μέρα ένα μεγάλο κλουβί από κοτετσόσυρμα και σε ένα σημείο του στοίβαξε πέτρες, τη μια πάνω στην άλλη. Όλη η κατασκευή ήταν σε τέτοιο μέρος που η πέρδικα μπορούσε να εποπτεύει από ψηλά τη θάλασσα και τα γύρω βουνά. Ήλπιζε ότι θα την άκουγε να κελαηδάει, όπως όταν καλούσε το κοπάδι να ροβολήσουν τις πλαγιές. Κάτι τέτοιο όμως δεν γινόταν και η πέρδικα ήταν ολοένα πιο ανήσυχη και ανόρεκτη. Ποτέ δεν ανέβηκε στις πέτρες και προσπαθούσε κουτσαίνοντας να βρει τρόπο διαφυγής ψάχνοντας συνεχώς με το ράμφος της να βρει τρύπα στο σύρμα. Το θέμα απασχόλησε κι έναν μακρινό συγγενή τού Ιορδάνη, παλιό βοσκό, που ακούγοντας στο καφενείο τα σχετικά με την πέρδικα φάνηκε να ξέρει στα σίγουρα τον τρόπο που θα την έκανε να κακαρίσει. Είδε το κλουβί και είπε στον Ιορδάνη να βάλει από έναν καθρέφτη στην κάθε του πλευρά. Όταν μπήκαν κι οι καθρέφτες, το πουλί άλλαξε συμπεριφορά και το απόγευμα άρχισε να κακαρίζει. Από τότε κάθε χάραμα και κάθε σούρουπο το κελάηδημά της στόλιζε τον αέρα και μεθούσε τις αισθήσεις των περιοίκων με άρωμα λεβεντιάς. Η πέρδικα βλέποντας στους καθρέφτες το ομοίωμά της πίστευε ότι ήταν με άλλες και είναι μέρος του κοπαδιού. Τώρα ανέβαινε με το κουτσό της πόδι στις πέτρες και κακάριζε ευτυχισμένη. Όλοι χαίρονταν να ακούν τον λάλο της. Δεν χαίρονταν μόνο για το άκουσμα αυτής της μελωδίας, αλλά γιατί σώθηκε ένα πουλί από βέβαιο θάνατο και τώρα τουλάχιστον φαίνεται χαρούμενο. Και πιο πολύ χαιρόταν ο Ιορδάνης που ζούσε ακόμα μια ιστορία που δύσκολα θα πίστευαν οι άνθρωποι της πόλης.
Το τελευταίο βράδυ του όμως στο νησί, πριν το ταξίδι της επιστροφής στην Αγγλία, και τελείως απρόσμενα, έκανε κάτι που κανείς δεν περίμενε. Άνοιξε την πόρτα τού κλουβιού και η πέρδικα κουτσαίνοντας βγήκε έξω για να γίνει στα σίγουρα βορά των αρπακτικών. Κανένας ακόμα δεν κατάλαβε την πράξη αυτή του Ιορδάνη και κανένας ποτέ δεν τον ρώτησε γι’ αυτό, γιατί την μέρα εκείνη που έφευγε, έδειχνε πολύ σοβαρός και αρκετά προβληματισμένος.
Γιώργος Βουλγαρίδης
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
Συγχαρητήρια !! Άρτιο διήγημα.
Καλη επιτυχια! Ενα υπερχοχο διηγημα με πολλα και φιλοσοφικα νοηματα
Εξαιρετικο διηγημα με φιλοσοφικα νοηματα. Καλη επιτυχια
εξαιρετικό διήγημα
Καταπληκτικό, ενθουσιάστηκα με ταξίδεψε !
Εξαιρετικό , πολύ συγκινητικό το τέλος !
Σε όλα τα διηγήματά σου καταφέρνεις να παρατηρείς την αθέατη πλευρά των πραγμάτων.Σου εύχομαι καλή επιτυχία.
Υπέροχες εικόνες! Διηγηματικές. Με λεπτομέρειες, που θα ζηλευε και ο καλύτερος φωτογράφος. Εξαιρετικό!!
Η έκφραση της ελευθερίας μέσα από ενα υπέροχο κείμενο αξιών. Καλή επιτυχία.
Υπέροχο διήγημα. Από τα καλύτερα του διαγωνισμού.