Δώδεκα πιτσιρίκια να μπλέκονται στα φουστάνια της κι ένα μωρό στο βυζί. Δύσκολα χρόνια στη μετακατοχική Ελλάδα που προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά τον εμφύλιο. Δουλειές δεν υπήρχαν, ξενόπλενε στα σπίτια οικογενειών που δεν τις άγγιξε, δεν ένιωσαν στο πετσί τους την εποχή του πολέμου.
Ο άντρας της πεταμένο παιδί που μάζεψε η μάνα της από τη πείνα, το έβαλε μαζί με τα παιδιά της σαν αδέρφι. Συνήθισαν από παιδιά μαζί κι όταν μεγάλωσαν παντρεύτηκαν. Ένα τσούρμο κουτσούβελα γεννοβόλησε κι αυτή σαν τη μακαρίτισσα τη μάνα της. Πού καιρός για παιχνίδι, μόλις ξεπεταγόντουσαν έβγαιναν στο μεροκάματο, -για ψίχουλα δηλαδή-, αρκεί να μην κάθονταν στο σπίτι και επιβάρυναν την οικιακή της οικονομία.
Μια δασκάλα, δύο τετράγωνα παρακάτω, ζήτησε την Όλγα -έξι χρονών- για παραδουλεύτρα με αντάλλαγμα ύπνο, φαγητό και την εκμάθηση μαζί με τα παιδιά της των πρώτων γραμμάτων. Τα παιδικά χεράκια, που δεν μπορούσαν καλά καλά να στραγγίξουν τα νερά από το σφουγγαρόπανο, εργάζονταν καθημερινά εντατικά κάτω από το αυστηρό βλέμμα της δασκάλας. Για μάθημα ούτε κουβέντα, παρέμεινε φρούδα ελπίδα η υπόσχεση της αφεντικίνας της και κατοπινή πληγή το γεγονός ότι δεν κατάφερε να μάθει γράμματα. Της έβαζε ένα σκαμνάκι για να φτάνει στο νεροχύτη να πλένει τα πιάτα. Τα βράδια την κλείδωνε να κοιμηθεί σ’ ένα μικρό δωματιάκι κάτω από τη σκάλα. Μωρό παιδί φοβόταν στα σκοτάδια της νύχτας ν’ ακούει τα ποντίκια να ψαχουλεύουν στην αυλή κάτι να φάνε.
Για επιστροφή στο σπίτι ούτε λόγος, ήταν αδύνατον η μάνα της να ταΐσει ένα ακόμα στόμα.
Η οικονομική, κοινωνική εξαθλίωση στοίχισε στον πατέρα της που όντας αδύναμος χαρακτήρας το έριξε στο ποτό με αναπόφευκτο συνεπακόλουθο το ξύλο στη γυναίκα του. Βράχος η μάνα της, δεν την πτόησε καμιά αντιξοότητα της ζωής, μεγάλωσε στην κυριολεξία μόνη της τα παιδιά της, τα πάντρεψε, απέκτησε εγγόνια, δισέγγονα, έφυγε πλήρης ημερών.
Η ζωή της μικρής Όλγας ένα αδιάκοπο βασανιστήριο, από σπίτι σε σπίτι εσωτερική δούλα να δέχεται τις παραξενιές, την ανισόρροπη συμπεριφορά των κακομαθημένων, άεργων
εργοδοτριών της και τις σεξουαλικές επιθέσεις των κατά τα άλλα ευυπόληπτων αφεντικών της. Πόσα σπίτια ν’ αλλάξει πια! Είχε κουραστεί.
Γνώρισε τον άντρα της φαντάρο και τον παντρεύτηκε. Αγόρασαν το τρίκυκλο που έκαναν μεταφορές-μετακομίσεις μαζί, παράλληλα δούλευε σε σκάλες. Για ένα φεγγάρι καθάριζε εκατόν ογδόντα σκάλες το μήνα. Πώς τις προλάβαινε όλες ο Θεός το ξέρει κι η ψυχή της. Άφηνε τα παιδιά της στο λόφο του Στρέφη ή στο βασιλικό κήπο -όλες ήταν κέντρο- να παίζουν με τα παιδιά που φυλούσαν φιλενάδες της, γνωριμίες απ’ όταν δούλευε οικιακή βοηθός σε σπίτια.
Με τη ψυχή στο στόμα να προλάβει να τις τελειώσει όλες, να πάρει τα παιδιά, να γυρίσουν σπίτι, να μαγειρέψει. Ένας καθημερινός αγώνας ζωής η ζωή της, ένας γολγοθάς χωρίς τέλος με μοναδική αχτίδα φωτός τα φωτεινά, χαμογελαστά πρόσωπα των παιδιών της.
Η μάνα της πέθανε. Άφησε την τελευταία της πνοή σε ένα νοσοκομείο του Πειραιά με όλα τα εγγόνια, δισέγγονα, στο προσκεφάλι της. Η Όλγα ήταν η μικρότερη ανάμεσα σε πέντε κορίτσια και οκτώ αγόρια. Καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα της αναπολεί τα χρόνια που πέρασαν τόσο γρήγορα, -σαν καπνός-, χωρίς να το καταλάβει καλά καλά, με πίκρες πολλές αλλά και χαρές που την αποζημιώνουν για την απάνθρωπη παιδική της ηλικία.
Άξιζε η ζωή που έζησε, την αντάμειψε με την πείρα που την όπλισε στο πέρασμά της, πολύτιμη βοηθός στα επικίνδυνα μονοπάτια της ζωής προς αποφυγή λαθών. Τώρα, στα ενενήντα, δεν περιμένει τίποτα, έναν ήσυχο θάνατο και μια θέση στον παράδεισο – αν υπάρχει.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΤΣΑΝΔΡΙΑ