Φύλλα ξερά, άλλα βουτηγμένα βροχή
κι ανάμεσά τους,
ριπές απ’ αγέρα,
σκληρές, σιδερένιες γροθιές.
Γυρίσαμε πίσω στον χειμώνα.
Κι όμως, το χέρι σου,
καθώς σηκώνεται να φτιάξει αντήλιο,
μυρίζει άνοιξη.
Και τα μάτια σου κοιτάζοντας ουρανό
γεμίζουν τόσο γαλάζιο
που ξεχειλίζουνε θάλασσες τα καλοκαίρια.
Η ζωή και το φως
είναι εδώ, ολόγυρά μας.
Κι ας μην τιμήθηκαν ποτέ,
κι ας μη μπούκωσε ποτέ
η καρδιά ευτυχία
για το τόσο λίγο που ζήσαμε,
αυτό, το λίγο από φως.