Ξαπλώνει στο μονό κρεβάτι της με τα χέρια σταυρωτά πίσω απ’ το σβέρκο και χαζεύει το ταβάνι ώσπου να την πάρει ο ύπνος. Το φως του φεγγαριού τρυπώνει απρόσκλητα απ’ το παράθυρο. Του χρεώνει τη μοναξιά της, είναι το εξιλαστήριο θύμα της κακοδαιμονίας της.
Από μικρή το μισούσε. Ίσως γιατί μισούσε το σκοτάδι κι αυτά τα δυο πάνε πακέτο. Ίσως πάλι γιατί μόνο ως πανσέληνος είναι ολόκληρο, όλες τι άλλες νύχτες κρέμεται στον ουρανό μισό και λειψό. Μπορεί όμως και γιατί κάτω απ’ τη χλομή του λάμψη ο Κοσμάς είχε χουφτώσει άγαρμπα τα άγουρα στήθια της μέσα απ’ το μακό μπλουζάκι και την είχε κάνει να το βάλει στα πόδια πανικόβλητη. Δεκατεσσάρων ετών ήταν κι από τότε άργησε πολύ να δοκιμάσει τον έρωτα, έφτασε τα είκοσι πέντε και δεν είχε δώσει φιλί. Κάποιος μάλιστα την είπε μυξοπαρθένα. Της κόστισε. Πήγε στ’ άλλα άκρα. Οι εραστές της ανήκουν σ’ όλες τις κατηγορίες: νέοι, μεσόκοποι, παντρεμένοι… Σέρνεται από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο και πάντα βράδυ, απαίτηση εκείνων να μην τους πάρει κανένα μάτι. Της πήρε καιρό να παραδεχτεί πως ντρέπονται γι’ αυτήν, σαν ένα άρρωστο αντικείμενο πόθου που πρέπει να κρύβουν επιμελώς στα σκοτάδια. Κι αυτή τους ανέχεται όλους από μια εσώτερη ανάγκη της να βρει τον Ένα.
Αλλά ο Ένας επιμένει να μην έρχεται. Όταν κοιμάται, γλιστρούν στα όνειρά της άντρες απρόσωποι κρατώντας μισοφέγγαρα. Ο Ένας άφαντος. Ούτε στον ύπνο δεν την καταδέχεται.
Και τα φεγγάρια ξερνούν την ασημένια αχτίδα τους και κάθε πρωί μετρά στο μέτωπο μία ρυτίδα παραπάνω.