Η εσχάτη των ποινών επιβλήθηκε στ’ άμεστα ακόμη χρόνια της νιότης. Ερήμην της. Υπακοή! Σώπα κι’ υπομόνευε!
[ώρα μεσημβρινή Σαββάτου, καθ’ ομολογίαν…]
Στο γραφείο επίγειοι δικαστές παντός μυαλού και πιο ψηλά ένα ζευγάρι μάτια από Θεό. Αστυνομικοί σ’ εγρήγορση, τσιγάρο κολλημένο στο στόμα, ανταλλάσσουν χαρτιά και συνωμοτούν για ώρα. Σε ρόλο γραμματέα, ένας αστυφύλακας βλαστημά από συνήθεια. Κάπου στο απυρόβλητο, δυο δημοσιογράφοι αποφαίνονται μετά βεβαιότητος από την κλειδαρότρυπα. Ο συρφετός πολύς στους διαδρόμους και το σκοτάδι παραμονεύει από νωρίς στα πρόθυρα της μέρας.
[…]
-«Ομολογώ όνομα βαπτιστικό και υποτακτικό. Ισμήνη Κ., του Ελευθερίου και της Αδαμαντίας, ετών τριάντα πέντε. Υπηρέτησα ως δημόσιος λειτουργός δέκα χρόνια με ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, αγωνίστρια στον ακατάσχετο χαρτοπόλεμο του γραφείου μου. Ήταν, άλλωστε, ο διακαής πόθος των γονιών μου!» Αποκληρώνω, έτσι, με σαρκασμό το εργασιακό και όχι μόνον παρελθόν μου, τη σχολαστική κυριαρχία των γραφιάδων, που ασπάστηκα κατά βούληση άλλων, και τώρα βρίσκομαι ένοχη απέναντί της.
Ο αξιωματικός ρουφά νευρικά δυο γουλιές καφέ και μια τσιγάρο. Λάθρες ματιές ξεφεύγουν πότε στο ρολόι και πότε πέφτουν πάνω μου. Τα κατά συρροήν τηλεφωνήματα επιμένουν να μας διακόπτουν. Απαντά κοφτά, σχεδόν απρόθυμα. Μαθημένος στα φονικά, ξεμπλέκει με υπομονή τους ίσκιους απ’ τα μάτια μου. Και το χρώμα της φωνής του είναι αλλιώτικο. Ανιχνεύω κάτι που μοιάζει με συμπόνια και την αποδέχομαι μ’ επιφύλαξη. Κουλουράκια, ένα φλιτζάνι τσάι, μια κανάτα νερό περιμένουν τη σειρά τους. Το κεφάλι, ένα τσουβάλι πέτρες, με βαραίνει, μα δειλά μια χαραμάδα φως και συνέρχομαι.
-«Εμμανουήλ Δ., του Αποστόλου και της Ιουλίας. Φλεβάρη έφυγε, Φλεβάρη ήρθε σαν σήμερα, χειμώνα καιρό του ΄60. Από έρωτα, θαρρώ, ανταμώσαν οι ζωές μας τα χρόνια των σπουδών στη Σαλονίκη. Ζόρικα συμφιλιώθηκε με τούτες τις ξεδιαντροπιές ο πατέρας, ενώ της μάνας, όπως πάντα, λόγος δεν της έπεφτε. Βαστούσε, όμως, από φαμίλια με χοντρό κομπόδεμα και τούτο για τον πατέρα, έλυνε όλα μας τα προβλήματα, βούλωνε και τα στόματα του κόσμου.
Φθινόπωρο του ΄89, νιόπαντροι ακόμα, κουβαλήσαμε τη ζωή μας άρον άρον στην πόλη. Μεγαλωμένοι σε χωριό, ψάχναμε αλλού καταφύγιο. Τα πρώτα χρόνια παλεύαμε με τις αναποδιές, αντέξαμε, βρήκαμε σιγά σιγά κι’ αντάμα τη βόλεψή μας. Όταν, πια, ισορροπήσαμε οικονομικά, φάνηκαν και τα πρώτα σύννεφα. Τ’ αλισβερίσια του με πελάτες και φίλους για δουλειές, όλο και πυκνώναν. Άμαθη εγώ τα κατάπινα. Με τον καιρό, τα πράγματα αγριέψαν. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο απ’ την πρώιμη γλυκάδα της αγάπης. Τη θέση της σφετερίστηκαν ο θυμός και οι τσακωμοί ως τα ξημερώματα, με τη γειτονιά μάρτυρα να στήνει αυτιά και μάτια στους καβγάδες μας. Οι σιωπές οργίαζαν, έστω κι’ αν δε μιλούσαν. Παίρναν φωτιά οι λεξεις με το παραμικρό, φουντώναν μάχες άνισες σώμα με σώμα, και στα αποτελειώματα, εγώ έσερνα ξανά τα ρημάδια μου στο πάτωμα.
Η ανάγκη μ’ έσπρωχνε μακριά, μα η ντροπή με μάλωνε. Έμπηγα, λοιπόν κι’ εγώ, τα νύχια στο κρέας και υπομόνευα τις ανθρωποθυσίες. Αντίκρυ ο καθρέφτης, μού πέταγε κι’ αυτός κατάμουτρα τ’ αποτυπώματα του εξευτελισμού απ’ τον χειρωνάκτη δυνάστη μου. Μέρα τη μέρα το λογικό μελάνιαζε, αρχίνησε η ψυχή μου να βαραίνει και τα κουράγια σώθηκαν. Άδικος κόπος για πισωγυρίσματα και κουβέντες χωρίς αντίκρισμα. Η απόγνωση τέντωνε απειλητικά το σκοινί. Σήμερα, ανήμερα γενέθλια, έδωσε μια και το ’κοψε. Μήτε το αίμα του λογάριασε! Αποφασισμένη από καιρό, φυγάς δε θα γινόμουν. Σήκωσε χέρι, κι’ εγώ μαχαίρι! Ομολογώ, επτά φορές σε θάνατο…!»[…]
[ώρα μεσονύχτια Σαββάτου, στα σίδερα…]
Το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα Φλεβάρη. Τούτες οι δύσοσμες σιωπές πίσω απ’ τις σφραγισμένες πόρτες με τρομάζουν. Έρπονται πίσω μου σκιές και ρούχα σπιλωμένα. Όλα μετρούν στιγμή στιγμή την ένταση της μέρας. Μετά βίας σπρώχνω τα βήματα ως το μουχρό κρατητήριο. Ένα τσιγάρο κέρασμα αλαφρώνει όσο να’ ναι τα βαρίδια. Ξεχαρμανιάζω αρειμανίως το μοναδικό της μέρας. Στην κατάστασή μου απαγορεύονται το κάπνισμα και τα όνειρα. Ένα φως παιδιαρίζει χλωμό κι άλικο πίσω απ’ τη γυμνωμένη λάμπα. Στέκει δαμόκλειος σπάθη στο κεφάλι μου και λικνίζει απειλές μετέωρες.Ψηλά στο συρματοπλέγμα κρέμεται λειψό ένα παράθυρο. Άτακτα παράπονα και κρίματα χυμένα στους τοίχους εκλιπαρούν για δικαίωση. Όλα υποταγμένα στο χρόνο, ξαγρυπνούν συντροφιά με τους απρόσκλητους επισκέπτες. Ενδίδω διστακτικά στη μια γωνιά της καρέκλας κι’ ανακουφίζομαι απ’ τα ρέστα του παρελθόντος. Δεν είναι η υγρασία που περονιάζει τις χορδές μου. Τούτο, άραγε, το τρέμουλο κάτω απ’ την πλεξουδένια εσάρπα με τις ανεμώνες, γιατί με αποπαίρνει; […]
Σαλός καιρός απόψε και το φεγγάρι πλατσουρίζει στα λασπόνερα. Στο υπόγειο η βροχή παίζει κρυφτό μέσα απ’ το μισερό τζάμι με τα συρματοπλέγματα. Δε χαραμίζω κουβέντες με το μυαλό και την καρδιά μου τέτοιες ώρες. Αρκούν που αναπολήσεις και διλήμματα σαν ευμενίδια σκιάχτρα, μού ’χουνε γίνει φόρτωμα. Μια ζωή στα χαλάσματα. Και παραδίπλα, στ’ απόμερα, ο φόβος να στήνει καρτέρι, η υπομονή μου στράφι, μια αξιοπρέπεια στα κουρέλια, ο πόνος κι’ η απελπισία να δυναμώνουν. Καθάρισα όλα τα σκόρπια της οδού Χρυσανθέμων. Χρόνια τα μάζευα, τα χάιδευα ν’ ανθίσουν, φύλαγα υπομονή, τα έτρεφα μπουκιά μπουκιά συγχώριο. Μα τούτα υποχωρούσαν τάχατες, κι’ έπειτα ξανανιώναν, φουσκώναν ένα βουνό αποβράσματα και μ’ έπνιγαν, σαν κόμπος στο λαιμό.
Περασμένες τέσσερις. Ένα φορτηγό αγκομαχά στην ανηφόρα. Γρυλίσματα απ΄τη μηχανή γρατζουνάνε αναίσθητα τη σιωπή κι ύστερα βυθίζονται στο λαβύρινθο της πόλης. Λίγος ο χρόνος ως το ξημέρωμα. Έξω απ΄τις σιδερόβεργες οι μπότες σκοντάφτουν απ΄τη νύστα. Δειλιάζει το φως κάτω απ΄την ομίχλη των τσιγάρων κι’ ένα τρανζίστορ ψιθυρίζει για στεναγμούς ερωτευμένων. Βάσανο βάσανο ξετυλίγω τα κουβάρια μου ως τους πνιχτούς διαδρόμους. Το τραγούδι της βροχής δε λέει να σωπάσει. Με βλέμμα σμιλεμένο στην πέτρα σημαδεύω, πότε τους ίσκιους χαμηλά και πότε ακατάστατους στίχους στους μαγαρισμένους τοίχους και παραμάσχαλα στην καγκελόπορτα. Ιστοί και σκιές ανάκατα, κρύβουν φωνήεντα απ΄τις λέξεις. Ξεμπερδεύω με προσοχή δυο τρεις από δαύτες, μην τύχει και το σκάσουν. Αναρωτιέμαι πώς η καρδιά γαντζώνεται απ’ την τέφρα της, πώς βρίσκει τα κουράγια να σκαρώνει παιχνίδια με την έμπνευση, ακόμα και πίσω απ’ τις γρίλιες της φυλακής. Θάλασσες ονειρεύομαι με τις πελαγίσιες χάντρες των ματιών μου. Ως τη ντάλα του καλοκαιριού θα κουρνιάζει άγγελος στα στήθια μου. Κρίμα που φόρτωσα από νωρίς στις πλάτες του, δαίμονες να παλεύει. Προλαβαίνω να χρωματίσω πυρόξανθα τα μαλλιά, να του μοιάσω; Να του χαρίσω ένα μπουκέτο λουλούδια απ΄τη βαρυχειμωνιά της καρδιάς μου; Κάτι μού λέει πως είναι αργά.
Μια φωνή μπλέκει τον μακαρίτη στην κουβέντα κι’ οι ανασεμιές μου πεταρίζουν . Αποφεύγω, ωστόσο, να έρθω σ΄ αντιπαράθεση μαζί της. Εκείνη πάλι, νομίζω, με γυροφέρνει. Έτσι καμώνονταν όλα από νωρίς. Τρύπωναν οι μουσαφιραίοι με το στανιό μέσα μου και ξερνοβολούσαν. Έβαζαν χέρι και στα όνειρα. Και δωσ’ του εγώ αθέλητα, να ξεδιαλέγω απομεινάρια και ψίχουλα της μοίρας. Τούτοι εδώ, ευκαιρία δε ’ χαναν, να ζεύουν την καρδιά μου με δεμάτια ταπείνωση και να τη γονατίζουν. Τώρα που αναμετρώ καλύτερα τα αισθήματα, στοργή δεν τη βαφτίζω. Έρωτα, πάλι, δεν τολμώ. Ανάγκη το λέω και ντροπή. Φταίνε, γιατί δεν ονειρεύομαι πια! Φταίνε, γιατί λησμόνησα πως πλέκονται γλυκά γλυκά τα όνειρα. Φταίνε κι΄αυτά που με προδώσαν. Κουρντίζω ανάποδα το ρολόι του χρόνου κι΄ οι δείκτες του χτυπάνε κόκκινο. Πότε απομακρύνουν τον καιρό και πότε τον επιστρέφουν ενένδυτο μάρτυρα κατηγορίας.
[ώρα πρωινή Κυριακής, στο φως…]
Ακόμη μια νύχτα γέρασε μέσα σε λίγες ώρες .Ήρθε η σειρά της μέρας να βασιλέψει τον κόσμο, με τις λεπίδες του ήλιου να χαμηλώνουνε θαμπές πάνω απ’ την πόλη. Το ημερολόγιο μαρτυρά ξεδιάντροπα το χρόνο,όσο εκείνος δραπετεύει απ΄τ΄ανοιχτό παράθυρο της ζωής, 29 Φλεβάρη 1996.
Χήρα από άντρα, ορφανή κι΄από παιδί, ξέμενε η Αδαμαντία στα στερνά της.Μάταια προσπαθούσε αποβραδίς να βάλει σε τάξη το μυαλό , όσο το τρένο την έφερνε και πιο κοντά στην κόρη της. Ριχνόταν και τούτο με βρυχηθμούς ανάμεσα σε απόκρημνα βουνά και πεδιάδες ,έμπηγε τις χαρακιές του βαθιά στο χιόνι, που είχε απλωθεί ανυποψίαστο. Χαράματα έφτασε στην πόλη. Πίσω από βλέφαρα βαριά που ξεχειλούσαν κούραση, καρτερούσε να την χορτάσει ξανά στην αγκαλιά της. Τρία χρόνια είχαν κυλήσει απ΄το στερνό ταξίδι της Ισμήνης στα παιδικά λημέρια. Μετά και το θάνατο του πατέρα, έριξε μαύρη πέτρα πίσω και δεν ξαναφάνηκε. Η αλήθεια καραδοκούσε στα μέρη τους και καμιά δεν ήθελε να σκαλίζει τα παλιά. […]
Απόγιομα είχε ξεπορτίσει ο μακαρίτης στο βουνό και τον πρόλαβε η καταιγίδα. Ξεχύθηκαν οι δυο τους να τον ψάχνουν μες στα αστραπόβροντα, με τη βροχή και το σκοτάδι να τούς πνίγουν την ανάσα. Λιπόθυμος είχε σωριαστεί καταγής αγκαλιά με τ΄όπλο, τύφλα στο μεθύσι, και το ποτάμι παραπέρα είχε φουσκώσει επικίνδυνα. Βρόντηξαν τότε τα μυαλά κι’ αστράψανε τα μάτια τους! Λιώμα καθώς ήταν, αρπάχτηκε από συνήθειο στον καυγά, και θολωμένος παραπάτησε στα βράχια. Τα λυσσασμένα νερά τον κατάπιαν μπρος τα μάτια τους. Το κουφάρι του ξεβράστηκε σε μια θυμωνιά καλαμιές, μια βδομάδα αργότερα. Κυνηγούσε και τις δικές τους ζωές ο κολασμένος, μα καμιά τους δεν τολμούσε να μαρτυρήσει . Μέχρι τη νύχτα εκείνη ,που τον πνίξανε μια και καλή τα κρίματα. Θάφτηκαν όλα στη λήθη από τότε. Μετά το γδικιωμό ορκίστηκαν να μην ξανανταμώσουν. Τούτη ορίσανε για τιμωρία τους. Σώθηκε, όμως, ο καιρός κι΄ οι όρκοι παραμέρισαν, για να σμίξουν ξανά οι δρόμοι τους.
[…]
Ανέβηκε τις φαγωμένες σκάλες, μ’ όσα κουράγια τής είχαν πια ξεμείνει. Οι ανάσες της πάλλονταν σε κάθε βήμα. Σχεδόν υπνωτισμένη ακολούθησε τον νεαρό αστυνομικό και ξεφορτώθηκε σε μια πολυθρόνα του γραφείου με γόνατα λυγισμένα. Η αναμονή όλο και τάιζε την αγωνία της. Σαν να ’χε θυμώσει μαζί τους κι’ ο χρόνος, δεν έλεγε να καλπάσει εμπρός. Μονάχα όταν τέλειωσε και ο μαρτυρικός κυκεώνας των διατυπώσεων, ήρθε η καρδιά της Αδαμαντίας ξανά στη θέση. Ο ουρανός είχε πια ξεσταχτώσει, για να προϋπαντήσει την Άνοιξη.
Μόλις η πόρτα παραμέρισε, ένοιωσε την παρουσία της να φτερουγάει στο δωμάτιο και στην καρδιά της. Πρόσωπα και κορμιά είχαν τσακίσει πρόωρα. Θυσία οι ζωές τους στο βωμό ενός άσπλαχνου θεού, που ακόμα και τώρα τις κυνηγούσε . Παρηγορήθηκαν μέσα σε σφιχτές αγκαλιές, αποκούμπι η μια της άλλης, και λέξη δεν χαλάλισαν για τα περασμένα. Όλα είχαν γυρίσει ανάποδα και χρόνος δεν περίσσευε για πισωγυρίσματα. Τέσσερις μήνες αργότερα θα ’φερνε στον κόσμο τον γιο της, τον Λευτέρη. Μοναχά τ’ όνομά του θα φύλαγε. Όχι για’κείνον. Για μια χούφτα συγχώρεση. Ο Μάνος δεν ήταν πια εκεί να τούς στοιχειώνει, η μάνα έπρεπε να μετακομίσει το γρηγορότερο κοντά τους κι’ εκείνη θα πλήρωνε τη μερίδα της στο λογαριασμό. Η καταδίκη ήταν βέβαιη. Ύστερα, να της χαρίσουν, ήθελε, μιαν ησυχία…![…]
Αρρωστημένος ο ήλιος κούρνιαζε τώρα νωχελικά σε δρόμους και πλατείες. Απ’ τα χαράματα είχε κοπάσει η βροχή, αλλά ο αέρας πεισματάρης δεν το ’χε σκοπό να ξεθυμάνει. Στο προαύλιο, οι πασχαλιές τέντωναν τα κορμιά ψηλά να ξεμουδιάσουν απ’ την πρωινή πάχνη, φορτωμένα ανθούς και μυρωδιές. Πώς τόλμησαν, άραγε, στο καταχείμωνο! Έριξε κάμποσες ματιές στον έξω κόσμο κι΄ύστερα τού γύρισε την πλάτη. Θυμήθηκε τις δικές της πασχαλιές στο χωριό, πώς ντύνονταν μαβιές, για να γλυκάνουν το μοιρολόι πάνω στο χρυσοκέντητο σεντόνι της Αποκαθήλωσης, λίγο πριν τη Λαμπριά. Η πόρτα έκλεισε πίσω της δεκαεπτά χρόνια. Μόνον τότε έκλαψε. Αλύχτησε σα δαρμένη σκύλα χώρια απ’ τα κουτάβια της, αλύχτησε για τις πασχαλιές που ανθούσαν νωρίς κι’ εκείνη άργησε να ξυπνήσει.
Αναστασία Ντάση
Καλή επιτυχία!