Τελευταία ράβω τις πληγές τ’ ουρανού με άστρα
με δάχτυλα βουτηγμένα στο επίμονο
αίμα
αίμα που κραυγάζει για τα νόθα παιδιά αυτού του απείρου
ή της λήθης
ή της θλίψης
αίμα που γλυκορρέει ανάμεσα στ’ άνθη και τις δάφνες που κάποτε κοσμούσαν
την κόμη της όμορφης Μητέρας.
δεν κατάλαβα πότε το κρεβάτι έγινε τάφος
ή πότε η πίσσα γέμισε τις φλέβες του ηλίου πότε τις πλημμύρισε
θυμάμαι μονάχα την αχνή, ε ύ θ ρ υ π τ η μορφή της
αλήθεια, η Μητέρα
έχει μικρύνει αρκετά από τότε που αναστήθηκε
η Μητέρα έχει μοιράσει τα κομμάτια της
πλέον στέκει αμίλητη πού και πού σκύβει αργοσαλεύει
να ψηλαφήσει τα λιγοστά ρυάκια της χέρσας πλάτης μου
μ’ ακρωτηριασμένα χέρια
— «μην ακούς τις ιαχές, απλώς πολέμα»
σιγοστάζει τη φωνή της, ίσως για να μην ακούσω
ίσως για να μην ακούσει ούτε η ίδια
τις λέξεις της
που σαν θάνατος πάνω μου ηχούνε σπάζουν θρυμματίζονται
— η Μητέρα μεταμορφώθηκε σε
πέτρα, και τώρα τα κομμάτια της
δεν έχουν πια
καμία αξία
Συγκινητικο, μπραβο!!!
Σας ευχαριστώ πολύ!!
Συγχαρητήρια!
Σας ευχαριστώ πολύ!!
Βαθύ νόημα και εντονο συναίσθημα , συγχαρητήρια !
Σ’ ευχαριστώ, Λευτέρη!!