Κάθε πρωί σε συναντούσα να κοιτάς τη θάλασσα σα να περίμενες νέα. Ανείπωτα και χιλιοειπωμένα συνάμα όλα. Κι ο χρόνος να σε ανταμώνει με κάθε κύμα που έσκαγε στα πόδια σου. Ερχόταν, χάιδευε τις πληγές, τις πότιζε αλμύρα κι ύστερα έφευγε προς τα πίσω βαστώντας τις δυνάμεις για αργότερα.
Δε θυμάσαι πια πως βρέθηκες εδώ. Πάνε χρόνια. Η μνήμη ακαθόριστη. Συγγενής της ανάγκης. Ένα κύμα και τότε… Σε ξέβρασε εδώ και ρίζωσες στην άκρη του βράχου να περιμένεις τις ψυχές που σουλατσάρουν και κρατούν στα χέρια ρόδια. Πάντα σου άρεσαν. Γλύκαιναν την προσμονή στη μέση του φθινοπώρου καρτερώντας την πρώτη σταγόνα βροχής να σου ξεπλύνει το μέτωπο.
Στον κήπο σου είχες πάντα ροδιές! Σαν μπάλες χριστουγεννιάτικες κρέμονταν από το δέντρο. Έκοβες ένα, το καθάριζες σε ένα πιάτο, έβαζες μια ρακή κι ευχόσουν: «Να είμαστε καλά να ανταμώνουμε και να τραγουδούμε». Κι αγκάλιαζες την κυρά Μυρσίνη και την τάιζες στο στόμα. Κι εκείνη ντροπαλή καθώς ήταν κοκκίνιζε σαν παπαρούνα, μα μέσα της φεγγοβολούσε από αγάπη. Έσκυβε και σου χάιδευε τα μαλλιά κι ύστερα σου έβαζε την τραγιάσκα μη σε κάψει ο ήλιος και χάσεις τη φρεσκάδα σου.
Όταν φύτρωναν τα μανουσάκια, όργωνες όλο τον τόπο μέχρι να τα βρεις και να της τα πας πεσκέσι να της στολίσεις τα μαλλιά τραγουδώντας: «άσε με να σε μυριστώ άσπρο μου μανουσάκι, φτερά να βγάλω να πετώ σαν το χελιδονάκι». Αποζητώντας άλλοθι για τη χειρονομία της καρδιάς!
Πόσα τραγούδια είπες, ευλογημένε; Έχασες το μέτρημα, έχασες και τα τραγούδια. Η κυρά Μυρσίνη δεν το ήθελε. Δεν ξέρει πώς έγινε. Εκείνον τον γνώρισε ένα βράδυ που βγήκε με τις φίλες της. Γυναικοπαρέες με βαμμένα νύχια και ροδαλά μάγουλα. Σπίθες έβγαλαν τα μάτια της μόλις τον είδε. Πυρετός άρχισε να την καίει και να βασανίζει το σώμα της. Κι εκείνος όμως δεν μπόρεσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Στασίδι τής έστρωσε στην καρδιά για να καθήσει.
Τρεις μήνες κράτησε το κρυφτό. Κι έπειτα είδε πως δεν άντεχε άλλο να ζει στην παρανομία. Ένα πρωί που εκείνος έτρεχε πάλι να της βρει μανουσάκια, έφτιαξε μια βαλίτσα με τα απαραίτητα, έγραψε κι ένα σημείωμα βιαστικό κι έφυγε σαν αερικό για την καινούρια ζωή.
Εκείνη να ζήσει κι ο κυρ-Αντώνης να κοιτάζει το βράχο και το χρόνο που φρέναρε και σταμάτησε εκείνη τη μέρα.
Ο κήπος δεν έχει πια ροδιές. Ερήμωσε ο κήπος, ερήμωσε και η καρδιά του. Μόνο «γιατί» γέμισε η ψυχή και παράπονο. Αλυσοδέθηκε στο βράχο να περιμένει τις απαντήσεις. Σώπασαν και τα τραγούδια. Δεν ήξερε άλλο τρόπο να ζει. Δεν είχε φανταστεί τη ζωή χωρίς τη Μυρσίνη. Εύκολα φαντάζεσαι το μαζί χώρια;
Κάθε τέτοια εποχή κοιτώ τα ρόδια στο τραπέζι του σπιτιού μου και φαντάζομαι έναν κήπο με ροδιές και τον Αντώνη να ταΐζει τη Μυρσίνη. Φαντάζομαι το μάγουλό της να ακουμπάει το δικό του κι εκείνον να χαμογελά. Κι ο βράχος εξαφανίζεται και ο κήπος γεμίζει μανουσάκια και χρώματα και αρώματα και μοσχοβολά ο κόσμος αγάπη.
Κλειώ Βλαχάκη
Απλά υπέροχο…. και τόσο μα τόσο συγκινητικό και ας μην γνώρισα ποτέ τον αντώνη με την μυρσίνη..
Μπράβο ξανά…!!!?
Υπέροχες εικόνες.
Είναι ένα απίστευτα όμορφο κείμενο…