Καθώς προχωρούσε η άνοιξη, καταλάγιαζε η βροχή το καθήκον της
κι ανέβαιναν οι σπόροι στο χώμα,
εμείς φορούσαμε το φανάρι της πίκρας στα μάτια
και ψάχναμε τη ζωή από πόρτα σε πόρτα.
Θωρούσαμε τον ήλιο του Μάη
να γέρνει πάνω στα κλειστά παραθύρια
με τον ανέσπερο πόνο,
μικρό περιστέρι να γυρεύει
μια φέτα ψωμί -πικρό ψωμί κι ανέστιο-
και της άμοιρης μάνας το μαύρο φουστάνι
να σφουγγίζει τα κατακόκκινα χνάρια.
Καθώς προχωρούσε η άνοιξη
εξόριστη έμοιαζε με τ’ αστέρια στον ώμο της.
Φόρεσε το σκούρο παλτό της,
περπάτησε από πρεβάζι σε ανοιχτά χέρια
και αντάρεψε από τη φωνή του αγέρα
που τρυπούσε τις αδειανές κάμαρες.
Το χρώμα της μπλαβί βάφει
τις γωνίες των βράχων.
Βράχοι και κόβουν ξυράφι τ’ αγριολούλουδα
κάτω από τις ιστορίες των δέντρων.
1/5/2017 Καλλιόπη Δημητροπούλου