Ανακάθισε στο κρεβάτι, έφερε τα γόνατα στο στήθος και πίεσε τα ακροδάχτυλα του αριστερού της χεριού. Κάπως έτσι συνήθως ξεμούδιαζαν. Άρχισε να μετράει τους παλμούς της, να γεμίζει το διάφραγμα, να αδειάζει τους πνεύμονες. Δυο ανάσες έμειναν μισές. Αγκάλιασε πιο σφιχτά τα γόνατά της και συνέχισε την προσπάθεια. Αν κατάφερνε να ρυθμίσει παλμούς και αναπνοές, θα μετριαζόταν και ο πόνος στο στομάχι.
Κάποιος άλλος θα ήταν πεπεισμένος ότι του απομένουν μονάχα λίγες στιγμές ζωής. Κι εκείνη έτσι νόμιζε την πρώτη φορά. Τώρα πια ήξερε. Μια απλή κρίση πανικού ήταν. Την έπιανε συνήθως το βραδάκι, μπροστά στην τηλεόραση. Και τις περισσότερες φορές ήξερε το λόγο. Η βεβαιότητα ότι μπορούσε καλύτερα, ότι απογοήτευσε, ότι θα τη σχολιάσουν ερήμην της…
Αυτό ήταν το τρίτο βράδυ στη σειρά που έχανε τον ύπνο της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και σχεδόν σύρθηκε μέχρι την κουζίνα, ανάβοντας όλα τα φώτα στο πέρασμά της. Ήπιε λίγο νερό και έφαγε ένα κομμάτι σοκολάτα χαζεύοντας έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Ο φανοστάτης της οδού Αιγαίου φώτιζε το ανθισμένο γιασεμί στον κήπο της διπλανής μονοκατοικίας. Τα δάχτυλά της δεν είχαν ανακτήσει την πλήρη λειτουργικότητά τους και το στομάχι της δεν θα ηρεμούσε πριν να ξημερώσει. Τουλάχιστον η αναπνοή της ήταν ανεμπόδιστη και το τρέμουλο είχε σταματήσει.
Άρχισε να ψάχνει στην ανακύκλωση. Τρεις μέρες είχαν περάσει που βρήκε στην πόρτα της εκείνη την κάρτα. Της είχε ρίξει μια ματιά και την πέταξε. Την βρήκε κάτω κάτω. Την πήρε στα χέρια της και βολεύτηκε στο πάτωμα, για να την περιεργαστεί. Ήταν από αυτά τα καρτ ποστάλ που πουλάνε στα τουριστικά. Θέμα είχε την Ακρόπολη μια ηλιόλουστη μέρα. Από πίσω με μαύρο μαρκαδόρο ήταν γραμμένο:
«ΜΗΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙΣ»
Χωρίς εξήγηση. Χωρίς όνομα. Χωρίς κανένα διακριτικό αποστολής. Κάποιος είχε φτάσει μέχρι την πόρτα της μόνο και μόνο για να της αφήσει αυτό το σημείωμα. Βάλθηκε να σκέφτεται ποιος μπορεί να έστελνε -ή μάλλον να έφερνε- μια τέτοια κάρτα στο σπίτι της. Οι πρώτες της υποψίες έπεσαν σε κάποια πρώην του Στράτου. Κι εκεί σταμάτησαν. Τόσα άκουγε στην τηλεόραση να γίνονται. Αν ο Στράτος είχε μπλέξει με κάποια μισότρελη στο παρελθόν, η οποία έμαθε για τον επικείμενο γάμο τους και τώρα την απειλούσε;
Ο Στράτος… σχεδόν μια βδομάδα είχε περάσει που τη ρώτησε αυτό που τόσες γυναίκες ονειρεύονται από μικρά κοριτσάκια. Δεν θα μπορούσε να του δώσει διαφορετική απάντηση μπροστά στους φίλους του. Η στιγμή που θα βρίσκονταν μόνοι την τρόμαζε πολύ περισσότερο από τα σχόλια που θα ακολουθούσαν μια ενδεχόμενη απόρριψη. Αλλά γιατί να τον απέρριπτε; Ένας γάμος ήταν αυτό που έλειπε. Αυτό δεν της έλεγαν όλοι;
Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή να τον φέρει κοντά της. Ήταν από τους καλύτερους άντρες που είχε ποτέ δίπλα της. Τη σεβόταν -πάντα μπροστά σε τρίτους-, τη συμβούλευε -μπορούσε να γίνει καλύτερη-, είχε κάποια οικονομική άνεση -κι ας μην την κακομάθαινε-… Και τώρα θα περνούσε όλη της τη ζωή μαζί του. Άμα τον θέλει τόσο, χάρισμά της… Ανατρίχιασε. Σαν οι σκέψεις της, που μέχρι τώρα στραγγαλίζονταν, να έκαναν δειλά την εμφάνισή τους και ξαφνικά να απαιτούσαν τη φωνή που τους αναλογούσε. Σαν να ξυπνούσε μέσα της ένα πλάσμα, παραμορφωμένο, άρρωστο από τα τόσα αμίλητα, πονηρεμένο στα αγγίγματά του.
Την επόμενη μέρα το τηλέφωνο δε σταματούσε να χτυπά στο γραφείο. Συνάδελφοι με χαμηλά τακούνια άνοιγαν και έκλειναν την πόρτα του γραφείου, ενώ σε τρεις ή τέσσερις ‘όφειλε’ να απαντήσει «τι είδε στην τηλεόραση χθες». Τράβηξε την κουρτίνα, να μην πέφτει το φως του ήλιου στα μάτια της –με την αντηλιά ήταν αδύνατο να τα κρατήσει ανοιχτά. Έριξε νερό δυο τρεις φορές στο πρόσωπό της. Μάταια. Το βάρος στους ώμους της μεγάλωνε με την ώρα.
Κράτησε το τηλέφωνο στα χέρια της. Ο πράσινος κύκλος χοροπηδούσε στην οθόνη. Δεν είχε σχολάσει ακόμα. Η δικαιολογία ήταν έτοιμη και καθ’ όλα αληθινή: τρία βράδια άυπνη κι ύστερα στη δουλειά… Ήθελε να ξεκουραστεί. Αν γινόταν να μην ερχόταν από το σπίτι της σήμερα… Ίσως αύριο, αν δεν ξυπνούσε πάλι μες στα χαράματα… Της ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν γύρω στις εφτά.
«Ναι, φυσικά. Άμα θέλεις να έρθεις…»
Το ίδιο βράδυ πήρε μια βαθιά ανάσα και του ζήτησε να μη μείνουν μαζί ακόμα. Ήθελε λίγο χρόνο, να το συνειδητοποιήσει, να ψάξουν για ένα μεγαλύτερο σπίτι, να…
Δεν της έφερε αντίρρηση. Ούτε ρώτησε το λόγο.
«Βέβαια, αν το είχες πει νωρίτερα δεν θα έφερνα πράγματα σήμερα… Ίσα ίσα η ταλαιπωρία. Αλλά δε βαριέσαι…» και της χάιδεψε το κεφάλι. «Τι ύφος ήταν αυτό στο τηλέφωνο;»
« Ήμουν πολύ κουρασμένη και…»
«Εγώ έτσι σου μιλάω όταν είμαι κουρασμένος;»
«Όχι, όχι.» Δεν έπρεπε να διστάσει. «Απλά δεν κοιμήθηκα καλά το βράδυ και γινόταν χαμός στη δουλειά και είχα και πέντε άτομα πάνω από το κεφάλι μου…» συνέχισε με μια ανάσα.
Της έριξε μια ματιά μονάχα και την τράβηξε κοντά του.
Κι επειδή ήταν κουρασμένη; Κι επειδή ήθελε να κοιμηθεί; Μόνη της -κατά προτίμηση. Καλό θα της έκανε. Της έλειπε. Γι’ αυτό ξυπνούσε κάθε βράδυ. Μετά θα κοιμόταν «σαν πουλάκι». Τον άφησε να τη χαϊδεύει χωρίς να τον διώχνει, να τη φιλάει χωρίς να τον αποφεύγει. Να της κρατάει τα χέρια, να αναγκάζει το κορμί του στο δικό της χωρίς να βγάλει μιλιά.
Στις τρεις παρά δέκα το πρωί άνοιξε τα μάτια της. Κουλουριάστηκε στην άκρη του κρεβατιού και περίμενε να την πάρει ξανά ο ύπνος. Την είχε κουράσει πια η παράνοια των ονείρων της. Βλέμματα που την είχαν τρομάξει, αγγίγματα που την είχαν πονέσει, χαμόγελα μπροστά σε τρίτους που προμήνυαν γροθιές κεκλεισμένων των θυρών. Κι αν η κάρτα δεν ήρθε από μια μισότρελη; Κι αν το πλάσμα που παρατηρούσε και την τραβούσε μακριά του ξύπνησε, γιατί βρήκε σύμμαχο σε αυτή την κάρτα;
Το ξυπνητήρι χτύπησε, όπως κάθε πρωί, στις έξι και μισή. Βρήκε τον Στράτο στην κουζίνα να κρατάει την κάρτα.
«ΜΗΝ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙΣ»
Μια φράση. Θα μπορούσε να είναι μια απλή συμβουλή. Κάτι που λες σε μια φίλη, πριν ή μετά από ένα «μικρή είσαι ακόμα». Ακόμα προσπαθούσε να κοροϊδέψει τον εαυτό της. Κι εκείνον. Άντε να του εξηγήσει ότι πράγματι δεν ήξερε ποιος την έστειλε.
«Νόμιζα πως την είχα πετάξει».
Δάγκωσε τα χείλια της και κατέβασε το βλέμμα. Σαν να βρισκόταν σε ντοκιμαντέρ. Σε εκείνα με τα λιοντάρια της σαβάνας. Απόλυτη υποταγή στο αρσενικό. Κι ας είχε το δίκιο με το μέρος της. Τώρα ψάχνει και την τσάντα;
Δεν είπε κάτι άλλο. Πάει η κάρτα. Την έκανε δέκα κομμάτια και την πέταξε στο πάτωμα προτού βροντήξει την πόρτα πίσω του. Εκείνη έμεινε να κοιτάει μερικά κομμάτια χαρτί. Έξω από το παράθυρο της κουζίνας, πίσω από τις πολυκατοικίες, ο ήλιος κοκκίνιζε τον ουρανό. Το βλέμμα της καρφώθηκε στο διπλανό κήπο. Τι όμορφος που ήταν! Ανυπομονούσε να περάσει μπροστά από το γιασεμί, να γεμίσει τα πνευμόνια της με ηρεμία.
Εκείνο το νεοκλασικό χαμηλά στην Ερμού, όπου περνούσε το ένα τρίτο της μέρας της τα τελευταία έξι χρόνια, έμοιασε με μαυσωλείο όπως στάθηκε στην πόρτα του.
Ζήτησε άδεια δύο ωρών.
«Είναι επείγον,» τους είπε.
Το ίδιο είπε και σε εκείνον τον ντετέκτιβ, αφού του αράδιασε την κομματιασμένη κάρτα στο γραφείο του. Για μια στιγμή απόρησε για το πόσο εύκολο ήταν να βρει έναν.
«Μη βιάζεστε, μαντάμ, θα τα βρούμε όλα,» της είπε. Σαν να προσπαθούσε να πείσει ένα παιδάκι ότι το χτύπημά του δεν ήταν σοβαρό. Ή έπαιρνε το χρόνο του. Να κρύψει το αποτέλεσμα της κατανάλωσης μισού μπουκαλιού ουίσκι, που -μάλλον- έκρυβε κάτω από το γραφείο του.
Εκείνη επέμεινε.
«Το πολύ σαράντα οχτώ ώρες θα κάνετε υπομονή, μαντάμ. Θα δούμε τι μπορούμε να βρούμε και από εκεί κι έπειτα μας λέτε αν θέλετε κάτι ακόμα…»
Μέχρι να μου πεις ό,τι θέλω θα έχουν περάσει άλλες τόσες.
Του έδωσε την προκαταβολή που της ζήτησε και γύρισε στη δουλειά. Όχι ξεκούραστη, αλλά τώρα μπορούσε να συγκεντρωθεί στα emails που έπρεπε να στείλει και τη χαρτούρα που περίμενε υπογραφές.
Το ίδιο βράδυ παρακολουθούσε όλη τη σκηνή, με εκείνη σε πρώτο γυναικείο ρόλο, σαν σε χιλιοπαιγμένη ταινία. Μετά τις τόσες επαναλήψεις μπορούσε να δει τα λάθη στις ερμηνείες των πρωταγωνιστών, να εστιάσει στην αληθοφάνεια του σεναρίου, να παρατηρήσει τις ατέλειες τους σκηνικού… Πρώτα της κράτησε μούτρα μέχρι να παραδεχτεί το λάθος της. Επέμεινε λίγο ακόμα, μέχρι να σιγουρευτεί ότι οι τύψεις της ήταν αρκετές. Και τότε, ως άλλος “στοργικός γονιός”, την πήρε αγκαλιά και τη συγχώρησε. Θα της ζητούσε κι εκείνος συγγνώμη, αλλά έφταιγε; Δεν έπρεπε να του το πει;
«Πανικοβλήθηκα! Δεν ήξερα τι συμβαίνει…!» Οι ζουζουνιές ήταν το φόρτε της. Τόσο, όσο χρειαζόταν ο Στράτος να επιβεβαιώσει την υπεροχή του. «Ποιος λες να το έστειλε;»
«Κι εγώ θα ήθελα να μάθω.»
Τον βοήθησε να τακτοποιήσει κάποια από τα πράγματα που είχε φέρει μαζί του. Μα δεν του είπε ότι θέλει λίγο χρόνο; Λίγο αργότερα ο Στράτος τής έδινε φιλιά στο λαιμό. Εκείνη παρατηρούσε το κάδρο πάνω από την τηλεόραση. Δεν είχε προσέξει τη μωβ πινελιά που οριοθετούσε τον ορίζοντα.
Η κάρτα αποτελούσε πια παρελθόν. Ο Στράτος -εν αγνοία του- είχε κερδίσει μια δεύτερη ευκαιρία. Δυο πουκάμισά του -ένα λευκό και ένα μπλε σκούρο- βρίσκονταν στη δεξιά πλευρά της ντουλάπας της και ένα ολόκληρο συρτάρι έκρυβε εσώρουχα και μερικές μπλούζες του. Στο μπάνιο η οδοντόβουρτσα και η ξυριστική μηχανή του. Κι αν όλο αυτό ήταν ένα αστείο; Γιατί να χαλάσει αυτή τη σχέση; Άντε να περάσει ξανά το δράμα που λέγεται “πρώτα ραντεβού”… Κι αν ο επόμενος ήταν χειρότερος;
Ήταν Παρασκευή πρωί. Η χειρότερη μέρα στη δουλειά. Εκκρεμότητες που πρέπει να «κλείσουν», πελάτες που δεν ήθελαν να περάσει το σαββατοκύριακο, συνάδελφοι να γκρινιάζουν για τον τάδε και το δείνα προϊστάμενο που τους φόρτωσε κι άλλη δουλειά, ενώ θα έπρεπε να κανονίζουν την εκδρομούλα τους. Στο τηλέφωνό της μια αργόσυρτη φωνή της υπενθύμισε πως είχαν περάσει σαράντα έξι ώρες.
«Ήταν αρραβωνιασμένος και η κοπέλα εξαφανίστηκε λίγους μήνες πριν το γάμο. Ακόμα την ψάχνουν,» της ανακοίνωσε ο -κατά πάσα πιθανότητα μεθυσμένος- ντετέκτιβ.
«Και η κάρτα;»
«Δεν είμαστε σίγουροι. Οι υποψίες μας κατευθύνονται προς τον αδελφό της κοπέλας. Βέβαια, δεν κάναμε καμία κίνηση να τον προσεγγίσουμε. Χρειαζόμαστε την άδειά σας. Λοιπόν; Θα συνεχίσουμε τη συνεργασία μας;»
Κοίταξε γύρω της, ψάχνοντας ίχνη που δικαιολογούσαν τον πληθυντικό. Και μόνο που δεν ήξερε για αυτόν τον αρραβώνα από το παρελθόν του μέλλοντα συζύγου της, την αναστάτωσε.
«Όχι… δε νομίζω… Θα σας ξαναπάρω τηλέφωνο αν είναι…»
«Πολύ καλά, μαντάμ. Τα περί εξόφλησης…»
Για όλα υπάρχει εξήγηση. Θα μπορούσε να περιμένει λίγες μέρες ακόμα. Να ρωτήσει τον ίδιο το Στράτο. Ήταν ύποπτος για κάτι; Για δολοφονία; Ή ήταν απλά μια σύμπτωση, ένας κακός χωρισμός, μια σχέση, που τον τραυμάτισε και γι’ αυτό δεν της το είχε αναφέρει; Όχι ότι ήξερε όσα -ίσως- θα έπρεπε για εκείνον, αλλά άξιζε μια προσπάθεια πριν ζητήσει από αυτόν τον -σίγουρα μεθυσμένο- ντετέκτιβ να συνεχίσει.
Δεν χρειάστηκε να τον καλέσει στο σπίτι της. Δεν είχε πάει ποτέ στο δικό του. Δεν ήξερε καλά καλά πού μένει. Μόνο στο περίπου. Και τώρα… «πού το έμαθες;» «δεν ντράπηκες να φτάσει τόσο χαμηλά;» «μια κατίνα ήσουν όταν σε γνώρισα…» Κι έπειτα, «ποια νομίζεις πως είσαι να μου φέρεσαι έτσι;» «μου έλεγες ψέματα τόσες μέρες. Και ποιος ξέρει πόσες ακόμα.» Κι «αντί να το βουλώνεις που θέλω να σε παντρευτώ κιόλας…» Και σήκωσε το χέρι. Για ακόμη μια φορά. Κι ύστερα το κατέβασε. Πάνω της. Ξανά και ξανά. Σταμάτησε να μετράει μετά τα πρώτα χτυπήματα. Δεν αντιστεκόταν. Μόνο προσπάθησε να προφυλαχτεί. Κουλουριασμένη στη γωνία των ντουλαπιών. Περίμενε την πρώτη κλωτσιά. Δεν τη χτυπούσε μόνο ο Στράτος εκείνη τη στιγμή. Όχι μόνο εκείνος. Τη χτυπούσε κι ο πατέρας της. Και ο Πέτρος. Ο πρώτος άντρας που αναζήτησε ασφάλεια στα δεκατέσσερα. Κι ύστερα ο Γιώργος. Και ο Λευτέρης.
Μέχρι που εκείνος βαρέθηκε.
Στηρίχθηκε στον πάγκο της κουζίνας και σηκώθηκε. Τις πιο πολλές τις είχε φάει στην πλάτη. Τόσα χρόνια είχε μάθει να καλύπτει πρόσωπο και στομάχι. Μόνο οι πρώτες πετύχαιναν εκεί.
Κι ύστερα την παρακάλεσε να τον συγχωρέσει. Λίγο ακόμα, λίγο νωρίτερα ίσως και να την είχε πείσει. Και τώρα το ήθελαν κι οι δυο: να τον συγχωρέσει. Αλλά, για ποιο από όλα; Για αυτά που της είπε; Ή που την έκανε να τα νιώθει τόσο καιρό; Για τις φορές που απείλησε να τη δείρει ή για τις φορές που το έκανε; Για μια πρόταση γάμου μπροστά σε τόσο κόσμο, που δε θα μπορούσε να αρνηθεί; Γι’ αυτά που της έκρυψε; Ή γι’ αυτά που την ανάγκασε; Δεν ήταν ξεκάθαρος. Οπότε κι εκείνη δεν ήξερε τι να συγχωρέσει.
Της γύρισε την πλάτη και…
Τον έβρισε; Φώναξε; Το χέρι της υψώθηκε. Στην κορυφή, η παλάμη σφιχτή. Εκείνος ένιωσε έναν αμβλύ πόνο στη βάση του κρανίου κι ύστερα κάτι ζεστό να κυλά μέσα από το πουκάμισό του. Γονάτισε. Το κεφάλι του πρώτα βρήκε τη γωνία του τραπεζιού κι ύστερα βρήκε το πάτωμα. Τα πόδια του τώρα μπλεγμένα ανάμεσα στα δικά της.
Την επόμενη στιγμή έριχνε νερό στο πρόσωπό της στο νεροχύτη. Ένα μυρμήγκιασμα είχε απλωθεί από την κορυφή του κεφαλιού της σε όλο το κορμί. Το σφυρί του κρέατος ήταν ακόμα ματωμένο στη μία άκρη. Ξέρασε χολή. Δεν υπήρχε χρόνος για πανικό. Όρθωσε την πλάτη της μπροστά στο μικρό παράθυρο και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Άπνοια. Το γιασεμί έξω από το παράθυρο της ακίνητο. Ανήμπορο να μετακινήσει έστω κι ένα φυλλαράκι χωρίς βοήθεια, αν κάτι δεν του άρεσε, αν κάτι ήταν λάθος.
Είχε πάει μιάμιση. Η γειτονιά κοιμόταν, εκτός από λίγους. Να άκουσε κανείς; Άναψε ένα τσιγάρο, εκεί, όρθια, μπροστά από το νεροχύτη, με τον ιδρώτα να μουσκεύει τις ρίζες των μαλλιών της. Ο Στράτος ακίνητος εκεί που έπεσε. Την κοίταζε σαν να της ζητούσε κάτι. Σαν να εκλιπαρούσε. Της φάνηκε αστείος. Ίσως αργούσε να συνέλθει. Πόσο, όμως;
Έπλυνε το σφυρί, το σκούπισε και το έβαλε στη θέση του, στο συρτάρι. Πέρασε πάνω από το Στράτο, προσέχοντας να μη βουτήξει τα παπούτσια της στο αίμα. Πετάχτηκε στην κρεβατοκάμαρα και στούμπωσε μια μικρή βαλίτσα με ρούχα, ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια και μερικά καλλυντικά.
Πριν φτάσει στην πόρτα κοντοστάθηκε. Έσκυψε από πάνω του. Η ανάσα του ήταν κοφτή και γρήγορη. Το στομάχι της σφίχτηκε. Ένα γρήγορο βήμα και ήταν στην πόρτα. Πέρασε το βλέμμα της ένα γύρω στον ενιαίο. Τα παράθυρα κλειστά, τα πόδια του λυγισμένα, η κουρτίνα του σαλονιού κλειστή, το κεφάλι του στο πλάι, τα απαραίτητα στην τσάντα, τα μάτια του ακόμα ανοιχτά. Έσβησε το φως. Είχε μπει η τελευταία πινελιά στο σκηνικό.
Δυο λεπτά αργότερα στεκόταν στο πεζοδρόμιο, με τη μικρή βαλίτσα στο χέρι και ένα σακίδιο στον ώμο. Σαν εκείνο το πλάσμα μέσα της να είχε αναλάβει πλήρως τη δράση, την οδηγούσε, ένα βήμα τη φορά, όλο και πιο μακριά από το σώμα που κοιτόταν στο πάτωμα του σπιτιού της. Χάιδεψε το γιασεμί που ξεχείλιζε από το διπλανό κήπο και το μύρισε στο χέρι της. Ηρεμία. Για μια στιγμή κι ύστερα ποιος ξέρει πότε πάλι;
Ο επόμενος δρόμος ήταν κεντρικός. Έβγαλε από το μηχάνημα ανάληψης 850€. Τόσα της επέτρεπε. Είχε κάποιες ώρες μπροστά της μέχρι να αρχίσει η αστυνομία να τον ψάχνει. Ίσως δηλωθεί αγνοούμενος. Ίσως συνέλθει. Έκανε μια γρήγορη αναζήτηση στο ίντερνετ. Ταϋλάνδη. Πέταξε το κινητό στον κάδο απορριμμάτων. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και ένα αναμμένο «καπέλο» εμφανίστηκε.
«Αεροδρόμιο,» είπε.
ΔΩΡΑ ΜΟΥΛΟΥ
ΕΠΑΙΝΟΣ στον 8ο διαγωνισμό διηγήματος