«Θα μου περάσει. Όλοι το παθαίνουν, έτσι δεν είναι;»
Κι όμως δεν ήταν έτσι.
Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς πορφυρά ρυάκια σχηματίζονταν γύρω απ’ τους καρπούς μου φτάνοντας στα ακροδάχτυλά μου και πιτσιλούσαν το πάτωμα. Ήξερα πως ήταν η τελευταία φορά. Ευχήθηκα να είναι η τελευταία φορά. Ο υγρός ήχος με έκανε να αναγουλιάσω στην ιδέα του τι είχα κάνει για ακόμη μια φορά. Δάκρυα είχαν πλημμυρίσει τα μάτια μου, θολώνοντας την όρασή μου, καθιστώντας το είδωλό μου θολό στον καθρέφτη. Τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν, το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει γύρω μου. Πιάστηκα από το λευκό πορσελάνινο νιπτήρα στην προσπάθειά μου να μη σωριαστώ στο δάπεδο.
Τα ξαφνικά χτυπήματα στην πόρτα με έκαναν να τιναχτώ, πλημμυρίζοντας το κορμί μου αδρεναλίνη, όπως όταν κάποιος σε πιάνει στα πράσα… Όπως όταν κάποιος σε πιάνει τη στιγμή που έχεις κάνει κάτι πολύ κακό… Τα χέρια μου γλίστρησαν, αφήνοντας πίσω τους κόκκινα σημάδια και πανικός με κατέβαλε. Κλώτσησα το μικρό ασημένιο ξυραφάκι στο πάτωμα κάτω από το καλάθι των απλύτων, όμως εκείνο άφησε πίσω του ένα κόκκινο λεπτό μονοπάτι περιγελώντας με.
«Όλα εντάξει; Είσαι πολύ ώρα μέσα», άκουσα τη φωνή της μητέρας μου απ’ έξω ανήσυχη.
«Ναι!» η φωνή μου ακούστηκε ψεύτικη ακόμα και σε μένα. Πήρα μια πετσέτα, την μούσκεψα με νερό και βάλθηκα να τρίβω με όση δύναμη που είχε απομείνει τα αιμάτινα σημάδια. Ένιωσα τα χέρια μου να ιδρώνουν και να παγώνουν, ενώ η ζαλάδα με έκανε εν τέλει να πέσω προς τα πίσω και να χτυπήσω το κεφάλι μου στην άκρη της μπανιέρας.
«Τι συμβαίνει; Άνοιξε μου!» διέκρινα την ένταση στη φωνή της πίσω από την πόρτα, ενώ το χερούλι άρχισε να ανεβοκατεβαίνει σαν τρελό δίχως αποτέλεσμα. Όλα γύρω μου άρχισαν να μαυρίζουν. Το τελευταίο που θυμάμαι ήταν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα, τη μητέρα μου να ουρλιάζει για βοήθεια, το αίμα στα χέρια μου να κυλάει ασταμάτητα. Μια μέρα μετά ξύπνησα στο νοσοκομείο.
Οι αναμνήσεις κατέκλυσαν το μυαλό μου, στέλνοντας ρίγη σ’ όλο μου το κορμί, κάνοντάς με να σφίξω το παλτό μου λίγο περισσότερο πάνω μου. Δεν έφταιγε το κρύο. Το προτιμούσα. Το χειμώνα μπορούσα να είμαι πιο εύκολα ο εαυτός μου. Κάτω από τα στρώματα ρούχων, κασκόλ, σκούφων, δύσκολα μπορούσε κανείς να διακρίνει τα χαρακτηριστικά μου. Επιπλέον, το χειμώνα οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, δεν βγαίνουν για περίπατο, να χαζέψουν τον κόσμο, τη φύση. Έχουν ένα σκοπό, κι αυτός είναι να βρεθούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στη θαλπωρή ενός κλειστού χώρου. Το χειμώνα ήμουν ελεύθερη να φορέσω το αγαπημένο μου φόρεμα κάτω από την καπαρντίνα μου, να φορέσω τα αξεσουάρ και τα κοσμήματα που τόσο πολύ αγαπούσα, να βαφτώ δίχως τα αδιάκριτα βλέμματα να πέφτουν πάνω μου. Ακόμη κι όταν κανείς δεν έδινε σημασία, πάντα ένιωθες ότι κάποιος έβλεπε. Και σε έκρινε με τον πιο άσχημο τρόπο.
Ήμουν πολύ μικρή όταν συνειδητοποίησα πως το φύλο που μου είχαν προσάψει κατά τη γέννηση μου, δεν με αντιπροσώπευε. Πρέπει να είχε γίνει κάποιο λάθος. Στο νηπιαγωγείο ήταν η πρώτη φορά που άρχισε να μου γίνεται ξεκάθαρο πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν η δασκάλα ζήτησε να χωριστούμε σε δυο ομάδες, αγόρια – κορίτσια, κι εγώ πήγα σε αυτή των κοριτσιών. Η νηπιαγωγός γέλασε, με είπε χαζούλη και παίρνοντάς με από το χέρι με έβαλε στην ομάδα των αγοριών, σάστισα, έβαλα τα κλάματα. Άρχισα να χτυπιέμαι. Εγώ ήμουν κορίτσι, δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Το περιστατικό, όπως ήταν αναμενόμενο, αναφέρθηκε στη μητέρα μου.
Στο δρόμο για το σπίτι τη θυμάμαι σιωπηλή, ώσπου όταν φτάσαμε με πήγε στο δωμάτιό μου και με έγδυσε. Μου έδειξε κάθε τι επάνω μου, που κατά την κοινή γνώμη με τοποθετούσε στην πλευρά των αρσενικών. Τα κοντά μαλλιά μου, τα γεννητικά μου όργανα, «όλα τα αγοράκια είχαν τέτοιο» κι έλεγε και ξανάλεγε τι «όμορφος άντρας θα γίνω όταν μεγαλώσω».
Το σώμα μου έμοιαζε να είναι η φυλακή μου. Άρχισα να το μισώ, να το κακοποιώ χωρίς δεύτερη σκέψη. Τότε ήταν η πρώτη φορά που πήρα σαν παιδί ένα ψαλίδι απ’ το συρτάρι και προσπάθησα να αφαιρέσω αυτό που με έκανε κατά τα φαινόμενα αγόρι. Το αίμα και ο πόνος με έκαναν να ουρλιάξω και να βάλω τα κλάματα. Τα υπόλοιπα είναι μπερδεμένες φωτογραφίες στο νου μου, με τη μαμά μου να με κρατάει αγκαλιά στο αμάξι έχοντας με τυλιγμένο σε μια πετσέτα και τον πατέρα μου δίπλα να οδηγεί και να ωρύεται. Ήταν η πρώτη επίσκεψή μου στο νοσοκομείο. Και υπήρξαν πολλές.
Ραντεβού με παιδοψυχολόγους, εξελίχθηκαν σε ραντεβού με ψυχολόγους καθώς μεγάλωνα. Όταν συνειδητοποίησα τι ήθελαν να ακούσουν, άρχισα να δίνω τις «σωστές» απαντήσεις κι έτσι απλά οι επισκέψεις σταμάτησαν. «Δεν είναι φυσιολογικό.» Είχα πειστεί πλέον ότι κάτι είχε σπάσει μέσα μου και τίποτα δε θα μπορούσε να το διορθώσει. Πρώτη λεπίδα στους καρπούς μου, δεύτερη βόλτα στα επείγοντα.
Είχα κλειστεί στο σπίτι για πολύ καιρό, κρυφά άνοιγα τα συρτάρια της μητέρας μου, και φορούσα τα ρούχα και τις γόβες της. Ένιωθα τα υφάσματα να αγκαλιάζουν απαλά το σώμα μου, κοιτώντας στον καθρέφτη ένιωθα ο εαυτός μου. Ένα απαλό κραγιόν, λίγο ρουζ και μάσκαρα. Ήθελα να βγω έξω για καφέ, να φλερτάρω με αγόρια, όπως κάθε έφηβη κοπέλα, όταν η πραγματικότητα με χτυπούσε σαν κεραυνός και ζάρωνα στο πάτωμα αφήνοντας τους λυγμούς να τραντάξουν το κορμί που τόσο μισούσα.
Ώσπου ξαφνικά απλά σταμάτησα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα για άλλη μια φορά το είδωλό μου. Δεν ήμουν εγώ αυτή η φιγούρα. Αυτή η αδύναμη μορφή στο πάτωμα δεν είχε καμία σχέση με μένα, ο φόβος είχε βάλει για μάσκα το πρόσωπό μου και έδινε παραστάσεις τόσο καιρό με το όνομά μου. Είχα ανεχτεί αρκετά! Σηκώθηκα κι ακριβώς όπως ήμουν βγήκα απ’ το δωμάτιό μου και βρήκα τους γονείς μου να κάθονται μπροστά στην τηλεόραση. Τα μάτια τους καρφώθηκαν έκπληκτα πάνω μου.
«Είμαι τρανς», ένιωσα τις λέξεις να κυλάνε για πρώτη φόρα στη γλώσσα μου και η ανακούφιση που αισθάνθηκα, όταν για πρώτη φορά το άκουσα δυνατά στα αυτιά μου, ήταν μεγαλύτερη από το φόβο που με είχε περιλούσει. Σιωπή. Τότε ο πατέρας μου σηκώθηκε και με αγκάλιασε. Τα γόνατά μου λύγισαν και ξέσπασα σε λυγμούς για ακόμη μια φορά.
Άρχισα να μακραίνω τα μαλλιά μου, ήταν ένα από τα πιο εύκολα πράγματα που στα μάτια τα δικά μου εξέπεμπαν ένα αέρα θηλυκότητας. Φορούσα τα ρούχα που ήθελα εγώ κι όχι αυτά που «έπρεπε». Άλλαξα το όνομα μου από Φώτης σε Φωτεινή.
Τα χρόνια στο σχολείο ήταν και τα πιο δύσκολα. Τα ονόματα που με φώναζαν έχουν χαραχτεί στο πίσω μέρος του μυαλού μου ως και σήμερα. Η δύναμη κι ο ενθουσιασμός που είχα νιώσει, άρχισαν να χάνονται μέρα με τη μέρα. Περισσότερες απόπειρες, περισσότερες επισκέψεις στα επείγοντα, περισσότερος πόνος, περισσότερο αίμα, χάπια, δάκρυα. Είχα απομείνει ένα φάντασμα του ποια ήμουν.
Επέστρεψα σπίτι κι άφησα το παλτό μου να κυλήσει από τους ώμους μου. Είχα το δικό μου διαμέρισμα πια, με την υπογραφή του πατέρα μου στα χαρτιά, καθώς το δικό μου δεν γινόταν δεκτό. Το όνομα της ταυτότητάς μου δεν συμφωνούσε με αυτό που χρησιμοποιούσα. Άνοιξα την τηλεόραση, αφήνοντας τις ειδήσεις να παίζουν καθώς ετοίμαζα το βραδινό μου. Τότε ήταν που άκουσα το νέο νόμο περί αλλαγής ταυτότητας φύλου, δίχως χειρουργικές επεμβάσεις, δίχως ψυχιατρικές θεραπείες. Τα μάτια μου έτσουζαν, καινούρια δάκρυα. Καινούρια ζωή. Ελεύθερη.
Ασπασία Παυλιδέλλη
Ωραίο!