Βραδιάζει
Και η αναδυόμενη θεά
Ανάβει τα κεριά της νύχτας
Για να αρχίσει ο χορός των Nηρηίδων.
Τα φώτα που τρεμοσβήνουν
Στους μακρινούς ορίζοντες,
Ζεσταίνουν τις ψυχές των μισοκοιμισμένων γλάρων
Για έρωτες σε απρόσιτα γκρεμοτόπια.
Η πλαστικότητα της πνοής των ανέμων
Λικνίζει τα δεμένα σκαριά,
Που σμιλεύουν την ελευθερία τους
Περιμένοντας καταιγίδες.
Και σαν ο ύπνος βυθίσει τα μάτια τους
Έρχονται στα όνειρά τους μεγάλα ταξίδια
Πάνω στη ρότα των μύθων με Aργοναύτες,
Πολύφημους, Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες.
Απόκοσμες φωνές της γης
Ξυπνούν απ’ τους καλπασμούς νυχτερινών εραστών,
Που χαϊδεύουν τη ράχη της θάλασσας
Ξεσκεπάζοντας απόκρυφα όνειρα.
Ο ασβεστωμένος φάρος ανέραστος, δωρικός
Ντύθηκε με πέπλα κόκκινων μελτεμιών
Για να βουτήξει στην θάλασσα
Να δει μεσ’ τα νερά γυμνό το σώμα της θεάς.
Κι ύστερα κατά τα μεσάνυχτα
Η υγρή μυσταγωγία των βράχων,
Που παραπέμπει σε χορό ξέμπαρκων θαλασσόλυκων,
Ξεκινά μονότονο μουρμουρητό αγρυπνίας
Ακολουθώντας τον αλαφροΐσκιωτο ήχο
Της καμπάνας του Άγιου Ερμογένη.
Παναγιώτης Παπαδέλλης
Πανέμορφο!