Μια φορά και έναν καιρό, ο κόσμος ήταν στα σπάργανα. Όλη η πλάση έκανε τα πρώτα της βήματα. Έτσι και ο άνθρωπος γέννησε τον πρώτο του παιδί. Το παιδί αυτό όταν έκλαψε, το δάκρυ του έσπασε σε πολλά, μικρά κομματάκια, όπως ακριβώς θρυμματίζεται ένας καθρέφτης. Από εκεί ξεπήδησαν οι νεράιδες που ξέρουμε και σκόρπισαν την παρουσία τους στις θάλασσες, στις λίμνες, στα ποτάμια, στα ρέματα, στα δάση και στις σπηλιές. Οι νεράιδες αυτές ήταν καλές και κακές. Για τις κακές νεράιδες δεν ξέρω να σας πω πολλά πράγματα, άλλα για τις καλές, γνωρίζω από πρώτο χέρι, ότι τρέφουν μεγάλη αδυναμία στον χορό και στο τραγούδι.
Οι καλές νεράιδες έστηναν λαμπρούς χορούς και οι πιο μεγαλοπρεπείς από αυτούς εκτυλίσσονταν στα δάση. Θα με ρωτήσετε, γιατί στα δάση. Τα δάση έκρυβαν στα σπλάχνα τους τρομερή ενέργεια και οι νεράιδες που κατοικούσαν εκεί ήταν οι πιο δυνατές και όμορφες από όλες. Όταν, λοιπόν, ο ήλιος σκεπαζόταν με το πάπλωμα του, ήταν η ώρα η γη να φωτιστεί από το χάδι των αστεριών. Τότε οι νεράιδες των δασών έβγαιναν αργά από τις κρυψώνες τους και έψαχναν τρόπους να τιμήσουν τη γη που πατούσαν με τα γυμνά τους πόδια. Με αυτόν τον τρόπο, ανέπτυξαν περίτεχνους χορούς που χόρευαν πιασμένες, η μία δίπλα στην άλλη. Κάθε νεράιδα κουβαλούσε πάνω της από ένα μεταξένιο, σχεδόν διάφανο, μαντίλι. Το μαντίλι αυτό ήταν το μόνο κοινό στοιχείο που τις ένωνε με τη διάσταση των ανθρώπων. Για αυτό όταν κάποιος θνητός τους έκλεβε το μαντίλι εγκλωβιζόντουσαν σε ανθρώπινο σώμα και έπρεπε να τον υπηρετούν, για όσο διάστημα θα είχε το μαντίλι στην κατοχή του.
Ένα βράδυ έφυγα από το σπίτι μου κρυφά, γιατί ήθελα να συναντήσω τις νεράιδες που ζωντάνευαν μέσα από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου. Το σπίτι μας ήταν κοντά στο δάσος. Ξεκλείδωσα τη ξύλινη πόρτα και βγήκα στις μύτες των δακτύλων μου. Οι γονείς μου κοιμόντουσαν βαριά. Τότε δεν ήξερα, ότι η νύκτα εκείνη θα καθόριζε μια για πάντα τη ζωή μου! Εκεί που περπατούσα και το μόνο που συναντούσα στο διάβα μου ήταν τα θεόρατα δένδρα, τα οποία ο αέρας ταρακουνούσε δυνατά με τη δροσερή του ανάσα και που και πού τον ήχο της άγρυπνης κουκουβάγιας. Είχα αρχίσει να απογοητεύομαι και να φοβάμαι ότι θα χαθώ για τα καλά μέσα στο πυκνό σκοτάδι του δάσους. Ξαφνικά όμως από το πουθενά μια θεϊκή μελωδία ξεδιπλωνόταν που σε έκανε να χάνεις την αίσθηση του χρόνου και του τόπου. Και υπήρχαν μάλιστα και μουσικά όργανα, τα οποία συνόδευαν το σκοπό της ρυθμικά.
Είδα με τα ίδια μου τα μάτια, τις κοπέλες με τα μακριά μαλλιά να λικνίζονται με τέτοια χάρη και τα λευκά φορέματα τους να κινούνται μπρός-πίσω, όπως το θρόισμα των φύλλων. Έδειχναν πραγματικά χαρούμενες, λες και είχαν αφήσει όλα τα προβλήματα τους κλειδωμένα σε κάποιο σεντούκι, στις ρίζες των πανάρχαιων κορμών. Ο χορός τους ερχόταν σε απόλυτη προτεραιότητα. Με είχε τόσο συνεπάρει η ομορφιά του θεάματος που παραπάτησα, κάνοντας έναν ισχυρό θόρυβο. Οι νεράιδες τρόμαξαν και η αρχηγός του χορού φώναξε δυνατά:
«Ποιος είναι εκεί; Αν φανερωθείς τώρα, σου υποσχόμαστε ότι δεν θα σε πειράξουμε!» Βγήκα έξω δειλά-δειλά και τα χέρια μου ήταν υγρά από την αγωνία ενώ το νυχτικό μου είχε λερωθεί άσχημα από τα χώματα.
«Κοριτσάκι, τι γυρεύεις μέσα στο σκοτεινόχρωμο δάσος; Δεν είναι μέρος για μικρά παιδιά».
«Το ξέρω», απάντησα αλλά «ήθελα να σας γνωρίσω από κοντά!»
«Γιατί ήθελες να μας γνωρίσεις;» αποκρίθηκε με περιέργεια η βασίλισσα του χορού.
«Για να δω αν είστε αληθινές».
«Και τελικά που κατέληξες;»
«Ότι υπάρχετε στην πραγματικότητα!»
Η βασίλισσα πλησίασε και είπε «Είμαστε τόσο αληθινές, όπως το όνειρο και τόσο διάφανες όσο το μαντίλι μας».
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα.
«Σημαίνει ότι και υπάρχουμε και δεν υπάρχουμε, γιατί έχουμε μέσα μας το δάκρυ του πρώτου ανθρώπου».
«Δηλαδή;» συνέχισα, αφού είχα τόσες πολλές ερωτήσεις να κάνω.
«Δηλαδή, το μαντίλι μας συμβολίζει το μακρινό μας δέσιμο με τον πρώτο άνθρωπο, αλλά και την ελευθερία μας που μας δένει με τον κόσμο του ονείρου, από τον οποίο πήρες μια γεύση με το τραγούδι και τον χορό μας. Για αυτό αν κάποιος μας στερήσει το μαντίλι ξενιτευόμαστε από τον κόσμο μας και ερχόμαστε στον δικό σας».
«Μπορώ να γίνω και εγώ νεράιδα;»
«Κοριτσάκι μου, δεν μπορείς να γίνεις νεράιδα, όπως και εγώ δεν θέλω να γίνω άνθρωπος».
«Μα γιατί να μη γίνω νεράιδα, αφού εσείς δεν έχετε τα προβλήματα μας;»
«Γιατί τα προβλήματα διαμορφώνουν το χαρακτήρα του ανθρώπου και τον κάνουν πιο δυνατό. Είσαι μικρή ακόμα, αλλά θα καταλάβεις στο μέλλον!», με διαβεβαίωσε.
«Δεν θέλω να είμαι δυνατή, θέλω να είμαι νεράιδα!», είπα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο ύψος της μέσης μου.
«Επειδή σε συμπάθησα, θα κάνουμε μια συμφωνία, θα σου δώσω τη δυνατότητα να εκτιμήσεις την ανθρώπινη σου ζωή».
«Με ποιο τρόπο;»
«Θα σου χαρίσω ένα μέρος από το δάκρυ του πρώτου ανθρώπου με το οποίο έχει εμποτιστεί το μαντίλι μου και τότε θα καταλάβεις τι εννοώ».
Η βασίλισσα του χορού πήρε μια μικροσκοπική σταγόνα από το μαντίλι της και την έσταξε προσεκτικά πάνω στο μικροσκοπικό κεφάλι μου. Μια ζαλάδα με έπιασε και έπεσα αμέσως στον πιο γλυκό ύπνο. Είδα, λέει, ένα μωρό τόσο όμορφο, αλλά και παράξενο συγχρόνως, να μου μιλά για το νόημα της ζωής. Από ότι μπορώ να θυμηθώ, μου ανέφερε ότι «η ζωή είναι μικρή και έχουμε ένα εισιτήριο για αυτή! Για αυτό θα πρέπει να εκτιμούμε το εισιτήριο ως τέτοιο και να μην εστιάζουμε το ενδιαφέρον μας στον επιβάτη. Εξάλλου, ο οδηγός που γνωρίζει καλύτερα, θα μας περάσει από ορισμένη διαδρομή και ανάλογα με τις επιλογές μας, θα κατέβουμε στην κατάλληλη στάση. Άρα κοίταξε να απολαύσεις το ταξίδι, μέχρι να νοιώσεις την ανάγκη να κατέβεις. Το εισιτήριο δόθηκε σε εσένα γιατί το αξίζεις, αυτό αρκεί μόνο να θυμάσαι!».
«Και ποιος είσαι εσύ;» θυμάμαι να ρωτώ το μωρό, όσο αστείο και να ακούγεται τώρα που το ξανασκέφτομαι.
«Μπορείς να με αποκαλείς, είτε πρώτο άνθρωπο, είτε θεό. Δεν έχει σημασία. Ανά την υφήλιο μου έχουν δώσει πολλά ονόματα.»
Και δεν πρόλαβα να ρωτήσω κάτι παραπάνω, όταν ένιωσα ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο μου. Ήταν η μητέρα μου, η οποία προσπαθούσε να με ξυπνήσει για να κατέβω κάτω στην τραπεζαρία μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια για το πρωινό.
«Μα πως βρέθηκα εδώ, μαμά; Που πήγαν οι νεράιδες και το μωρό;»
«Τι εννοείς καρδιά μου; Στο κρεβάτι σου είσαι όπως κάθε πρωί!» απάντησε με αγάπη.
«Μα, μαμά ήμουν στο δάσος χθες και είδα με τα ίδια μου τα μάτια, αληθινές νεράιδες».
«Αγάπη μου, όνειρο ήταν. Έλα τώρα κάτω, θα κρυώσει η ομελέτα που σου έχω φτιάξει!»
Δεν έφερα άλλη αντίρρηση και εκεί που είχα αρχίσει να αμφιβάλλω για το εάν ήταν όνειρο ή μη. Τα χώματα στο κρεβάτι μου, από την πτώση που είχα χθες το βράδυ μέσα στο δάσος, έδωσαν την απάντηση που περίμενα! Άλλαξα πυζάμα και κατέβηκα χαρούμενη για το πρωινό!
Σοφία Αλεξοπούλου