Επόμενη σελίδα

Τα μάτια της είχαν στεγνώσει. Κόκκινα πια, τα έτριψε άγαρμπα, όπως τα μωρά που νυστάζουν. Τράβηξε τα σκεπάσματα και έσφιξε το μαξιλάρι της στο στέρνο, λες και προσπαθούσε να βολευτεί στην αγκαλιά της μάνας της. Έκλεισε τα μάτια και ήταν…

Διείσδυση

Οι ορειβάτες, οι τυμβωρύχοι, οι εργάτες του ορυχείου, οι εκδρομείς και εγώ με τους ποδηλάτες σαν προσκυνητές, σαν ορδές μυρμηγκιών σε αποστολές, ανεβαίναμε εκείνο το πρωινό το βουνό από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα, σε κυκλική κίνηση –και δύσκολα, έτσι όπως…

Βασιλεία

Με κοιτάνε λες και δεν τους καταλαβαίνω. Ίσως φοβούνται πως πια δεν τους ακούω ή δεν τους προσέχω. Από τότε που συνέβη, κάθε ημέρα είναι η ίδια ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Τα μεσημέρια έρχεται στο δωμάτιο και μου διαβάζει…

Η μπάλα

Από μικρό παιδί αγαπούσε πολύ τις κρυστάλλινες χιονόμπαλες. Του άρεσε να τις κρατάει στα χέρια, να μελετάει λίγο τη σκηνή και μετά να την κουνάει και να χαζεύει το χιόνι να καταλαγιάζει ήρεμα στον πάτο της μπάλας. Ήταν μία μαγική…

Δώρο ζωής

Το ραδιόφωνο διέκοψε στη μέση το τραγούδι για να παίξει διαφημίσεις. «Που να πάρει και να σηκώσει. Άστο να τελειώσει….. Πάει το κομμάτι, το κατέστρεψες…» είπε θυμωμένα και πέταξε την πετσέτα από τα χέρια της. Πήγε στο ράφι, το κατέβασε…

Ισόβια ελευθερία

«Όταν πίνεις, ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά για λίγο δεν σε κρατάει από το λαιμό». Τσαρλς Μπουκόφσκι   Σπάνε οι άνθρωποι. Ραγίζουν και σπάνε. Κομματιάζονται. Και τα κομμάτια τους πέφτουν δυνατά στο έδαφος. Διαλυμένοι, προσπαθούν να τα μαζέψουν, να…

Σκιές

Περίεργο πράγμα. Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω την εικόνα της. Πάντα κοντά μου. Σχεδόν σε απόσταση αναπνοής. Σαν να γεννηθήκαμε κι οι δυο την ίδια μέρα. Με ακολουθούσε. Άφηνε να έχω εγώ τον πρώτο λόγο κι εκείνη πάντα…

Δεν το ’κανα εγώ

Κοντά στη στάση των Αεροπόρων το τρομερό αυτό μνημείο του εμφύλιου πολέμου που σημάδεψε την πατρίδα μας στα τέλη της δεκαετίας του 40, η μοίρα το ’φερε να κατοικεί ο Ηλίας. Βέβαια η λέξη «κατοικεί» προϋποθέτει οικία και το κατάλυμα…

Το δέντρο της ζωής

Ήταν πρωί… Ο γενναιόδωρος ήλιος είχε μόλις ανατείλει -τι ειρωνική αυτή η ανατολή- και οι χρυσές αχτίδες του περνούσαν με αυτοπεποίθηση μέσα απ’ τα σανίδια της φτωχικής καλύβας. Μια από αυτές, η πιο συναισθηματική μάλλον, θέλησε να ρίξει φως χρυσαφένιο…

Σπάνε οι άνθρωποι, παππού;

Ο Λεωνίδας κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο παππούς έφτιαχνε την τουαλέτα στην αυλή. Ο ήρωάς του. Ψηλός, λιγνός με μαύρα κάρβουνο μάτια. Λάκων, όπως έλεγε, απόγονος του βασιλιά Λεωνίδα. Εξ ου και το όνομά του. Δεν θέλησε ο παππούς…